Οι γλώσσες ανά τον κόσμο είναι επιδραστικές. Η μία παίρνει δάνεια από την άλλη, τα λεξιλόγιά τους βρίθουν από λέξεις ή εκφράσεις που προέρχονται από αλλού. Ετσι και η ελληνική δανείζεται αλλά και δανείζει λέξεις. Και δεν είναι μόνο η τουρκική γλώσσα που επηρέασε την ελληνική και το αντίθετο. Είναι και η αραβική η οποία δάνεισε πολλές λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά αλλά δεν το γνωρίζουμε.
αλμανάκ
αμάλγαμα الملغم al-malgham, κατάπλασμα. Από το ελληνικό μάγαλμα=μαλακτική ουσία
αζιμούθιο السموت as-sumūt , τα μονοπάτια, οι κατευθύνσεις. Πηγή, κείμενα αστρονομίας του μεσαιωνικού Ισλάμ.
βενζίνη, βενζόλιο. Το βενζοικό ρετσίνι είναι μια ουσία που βγαίνει από ένα ινδονησιακό δέντρο. Οι Άραβες έμποροι του Μεσαίωνα, το έστελναν με πλοία στη Μέση ανατολή όπου έφτιαχαν μ’ αυτό αρώματα και άλλες αρωματικές ουσίες. Η λέξη είναι μια πολύ μεγάλη παραφθορά του لبان جاوي labān jāwī -τσιχλώδες αρωματικό ρετσίνι.
γαζέλα غزال ghazāl
ελιξίριο.ا لإكسيرal-‘iksīr . αλχημιστική φιλισοφική λίθος, θεραπευτική ουσία. Οι Άραβες τη δανείστηκαν από την ελληνική ‘ξηριον’ και πρόσθεσαν το αραβικό άρθρο αλ που μπήκε στα αραβικά πρώτα με την έννοια της ξηρής σκόνης.
ζάχαρη سكّر sukkar , τελικά από το σανσκριτικό sharkara=ζάχαρη
ζενίθ سمت الرأس samt al-ra’s , το ζενίθ υψηλότερο σημείο, απόγειο, αποκορύφωμα αναφέρεται σε μεσαιωνικά ισλαμικά κείμενα αστρονομίας
ιμάμης إمام (’imām), σιίτης μουσουλμάνος ηγέτης,
ισλάμ إسْلام ‘islām, υποταγή (στο θέλημα του θεού).
καράτι قيراط qīrāt , στα μεσαιωνικά αραβικά ήταν μια μικρή μονάδα βάρους η οποία οριζόταν με τη σύγκριση με ένα μικρό σπόρο. Η αραβική λέξη με τη σειρά της είχε ρίζα την ελληνική λέξη ‘κεράτιον’=σπόρος χαρουπιάς, η οποία δήλωνε επίσης μια μικρή μονάδα βάρους.
καφές قهوة qahwa καφές. Από το αραβικό qahwa, που είναι αβέβαιης προέλευσης προήλθε το τούρκικο kahveh, από το οποίο προήλθε το ιταλικό caffè. Ο τελευταίος τύπος μπήκε στις δυτικές γλώσσες στις αρχές του 17ου αιώνα. Στις αρχές του 17ου αιώνα υπάρχουν πολυάριθμα αρχεία στα οποία ο τύπος της λέξης είναι απευθείας από τα αραβικά: Cahoa το 1610, Cahue το 1615, Cowha το 1619. Ο καφές μότσα πήρε το όνομά του από την πόλη Μότσα στην Υεμένη, η οποία ήταν ένας από τους πρώτους εξαγωγείς του καφέ.
κοράνι القُرْآن (al-qur’ān), από το قراءة (qirā’a, “διάβασμα,απαγγελία”)
λεμόνι ليمون līmūn, τα λεμόνια, το κίτρο και τα πικρά πορτοκάλια εισήχθησαν στη μεσογειακή λεκάνη από τους Άραβες κατά το Μεσαίωνα. Η προέλευση του δέντρου της λεμονιάς είναι από την Ινδία, αλλά η λέξη ‘λεμόνι’ δεν φαίνεται να είναι ινδική.
μακραμέ مقرامة miqrāmah κεντημένο πέπλο
μαγαζί مخازن makhāzin αποθήκες. Συναντάται μ’ αυτή την έννοια στα λατινικά του 1228. Στη δύση η έννοια εξελίχθηκε σε οπλοστάσιο, αποθήκη μπαρουτιού και σφαιρών καθώς επίσης και σε περιοδικό με την έννοια της αποθήκης πληροφοριών για πολεμικά και ναυτικά θέματα.
μουσώνας موسم (mausim, “εποχή”) < وسم (wásama, “σημαδεύω,μαρκάρω”)
μουσαφίρης (επισκέπτης στα ελληνικά) musafir =ταξιδιώτης
μούμια موميا mūmiyā, βαλσαμωμένο πτώμα, προγενέστερα μια ουσία για βαλσάμωμα, από το περσικό mūm =κερί
μουσλίνα
ναδίρ نظير naẓīr σημείο του ουρανού αντίθετα από το ζενίθ, κυριολεκτικά το συμπλήρωμα ή το αντίστοιχο.
ρακέτα راحة (rāħat) η παλάμη του χεριού
σαφάρι سفر safar, ταξίδι
σιρόπι شراب sharāb . Αυτή η λέξη έχει δύο έννοιες στα αραβικά, ποτό και σιρόπι. Πέρασε στα μεσαιωνικά λατινικά του 12ου αιώνα ως sirropus, ένα γλυκό ποτό, σιροπιαστό φάρμακο.
σόδα από τις λέξεις سوادة suwwāda, سويد suwayd, ή سويدة suwayda ένα ή περισσότερα φυτά που φύονται σε αλμυρά περιβάλλοντα από τις στάχτες των οποίων παίρνουμε το ανθρακικό νάτριο, ένα συστατικό που χρησιμοποιείται στην υαλοποιεία.
σουλτάνος سلطان (sulṭān) στα αραβικά και τελικά από το αραμαϊκό שולטנא (šūlṭānā’) που σημαίνει δύναμη
ταχίνι طحينة tahīna
ταρίφα تعريف taʿrīf . Η αραβική λέξη πρώτα σήμαινε ειδοποίηση. Στα τέλη του μεσαίωνα στο μεσογειακό εμπόριο σήμαινε δήλωση του φορτίου εμπορικού πλοίου ή φορτωτική. Από αυτή τη σχέση ανάμεσα στο φορτίο και στους φόρους εισαγωγής που έπρεπε να πληρωθούν προέκυψε η σύγχρονη έννοια της λέξης.
ταριχεύω από το تاريخ (tārīh) = ημερομηνία, χρόνος, ιστορία, χρονικά
τζιν
τζίφος- πιθανώς από το αραβικό zife αλλά ίσως και από το αρχαίο ελληνικό ψήφος με την έννοια ‘μηδέν’
τζιχάντ =ιερός πόλεμος. Από το αραβικό جهاد (jihād που θα πει ‘μέγιστη προσπάθεια’, αγώνας
τυφώνας από το αραβικό طوفان (ṭūfān) και τελικά από το κινέζικο 大风 (dàfēng, “μεγάλος άνεμος) κατά μία εκδοχή
χαβάς هَوَاء (hava) ο αέρας, ο καιρός
χαμπάρι خبر (hábar) νέα, πληροφορίες, αναφορά, φήμη
χαρέμι από το αραβικό حرم (ḥaram) , κάτι το απαγορευμένο, άσυλο. Σχετίζεται με το حريم ḥarīm, ένα απαραβίαστο μέρος, τα θυληκά μέλη της οικογένειας. Αναφέρεται στον κλειστό κύκλο και τα διαμερίσματα των νυκαικών ενός πολυγαμικού νοικοκυριού όπου απαγορευόταν να μπουν άνδρες.
χασίς حشيش hashīsh άχυρο ή αποξηραμένο βότανο στα αραβικά
χέννα حناء (χιννάα) όπως ονομάζεται το δέντρο στα αραβικά από το οποίο προέρχεται η βαφή
Πηγές: in.gr, «Τα ΝΕΑ»,
Από το αναλυτικό λεξικό με τις ελληνικές λέξεις που υπάρχουν σε άλλες γλώσσες που προσφέρουν το Σαββατοκύριακο "Τα ΝΕΑ":
Συγκεκριμένα:
αλλάχ الله (allāh) ο θεός. Συγγενεύει με το εβραικό Eloh’, El .Τελικά από την πρωτοσημιτική ρίζα *ʾil-.
αλχημεία– al-ki:mi:a الكيمياء η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό χημεία και το αραβικό άρθρο αλ μπροστά.
αλκοόλ–al-kohl الكحل η πεμπτουσία ενός συστατικού
άλγεβρα الجبر al-jabr, ολοκληρώνω ή ξαναφτιάχνω παλιά πράγματα
αλκάλι القلي al-qali, αλκαλική ουσία που προερχόταν από τις στάχτες φυτών, qali=ψήνω, καίω
αλγόριθμος الخوارزمي al-khwārizmī, παραφθορά της φράσης «από το βασίλειο της Xοραζμίας»
Συγκεκριμένα:
αλλάχ الله (allāh) ο θεός. Συγγενεύει με το εβραικό Eloh’, El .Τελικά από την πρωτοσημιτική ρίζα *ʾil-.
αλχημεία– al-ki:mi:a الكيمياء η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό χημεία και το αραβικό άρθρο αλ μπροστά.
αλκοόλ–al-kohl الكحل η πεμπτουσία ενός συστατικού
άλγεβρα الجبر al-jabr, ολοκληρώνω ή ξαναφτιάχνω παλιά πράγματα
αλκάλι القلي al-qali, αλκαλική ουσία που προερχόταν από τις στάχτες φυτών, qali=ψήνω, καίω
αλγόριθμος الخوارزمي al-khwārizmī, παραφθορά της φράσης «από το βασίλειο της Xοραζμίας»
αλμανάκ
αμάλγαμα الملغم al-malgham, κατάπλασμα. Από το ελληνικό μάγαλμα=μαλακτική ουσία
αζιμούθιο السموت as-sumūt , τα μονοπάτια, οι κατευθύνσεις. Πηγή, κείμενα αστρονομίας του μεσαιωνικού Ισλάμ.
βενζίνη, βενζόλιο. Το βενζοικό ρετσίνι είναι μια ουσία που βγαίνει από ένα ινδονησιακό δέντρο. Οι Άραβες έμποροι του Μεσαίωνα, το έστελναν με πλοία στη Μέση ανατολή όπου έφτιαχαν μ’ αυτό αρώματα και άλλες αρωματικές ουσίες. Η λέξη είναι μια πολύ μεγάλη παραφθορά του لبان جاوي labān jāwī -τσιχλώδες αρωματικό ρετσίνι.
γαζέλα غزال ghazāl
ελιξίριο.ا لإكسيرal-‘iksīr . αλχημιστική φιλισοφική λίθος, θεραπευτική ουσία. Οι Άραβες τη δανείστηκαν από την ελληνική ‘ξηριον’ και πρόσθεσαν το αραβικό άρθρο αλ που μπήκε στα αραβικά πρώτα με την έννοια της ξηρής σκόνης.
ζάχαρη سكّر sukkar , τελικά από το σανσκριτικό sharkara=ζάχαρη
ζενίθ سمت الرأس samt al-ra’s , το ζενίθ υψηλότερο σημείο, απόγειο, αποκορύφωμα αναφέρεται σε μεσαιωνικά ισλαμικά κείμενα αστρονομίας
ιμάμης إمام (’imām), σιίτης μουσουλμάνος ηγέτης,
ισλάμ إسْلام ‘islām, υποταγή (στο θέλημα του θεού).
καράτι قيراط qīrāt , στα μεσαιωνικά αραβικά ήταν μια μικρή μονάδα βάρους η οποία οριζόταν με τη σύγκριση με ένα μικρό σπόρο. Η αραβική λέξη με τη σειρά της είχε ρίζα την ελληνική λέξη ‘κεράτιον’=σπόρος χαρουπιάς, η οποία δήλωνε επίσης μια μικρή μονάδα βάρους.
καφές قهوة qahwa καφές. Από το αραβικό qahwa, που είναι αβέβαιης προέλευσης προήλθε το τούρκικο kahveh, από το οποίο προήλθε το ιταλικό caffè. Ο τελευταίος τύπος μπήκε στις δυτικές γλώσσες στις αρχές του 17ου αιώνα. Στις αρχές του 17ου αιώνα υπάρχουν πολυάριθμα αρχεία στα οποία ο τύπος της λέξης είναι απευθείας από τα αραβικά: Cahoa το 1610, Cahue το 1615, Cowha το 1619. Ο καφές μότσα πήρε το όνομά του από την πόλη Μότσα στην Υεμένη, η οποία ήταν ένας από τους πρώτους εξαγωγείς του καφέ.
κοράνι القُرْآن (al-qur’ān), από το قراءة (qirā’a, “διάβασμα,απαγγελία”)
λεμόνι ليمون līmūn, τα λεμόνια, το κίτρο και τα πικρά πορτοκάλια εισήχθησαν στη μεσογειακή λεκάνη από τους Άραβες κατά το Μεσαίωνα. Η προέλευση του δέντρου της λεμονιάς είναι από την Ινδία, αλλά η λέξη ‘λεμόνι’ δεν φαίνεται να είναι ινδική.
μακραμέ مقرامة miqrāmah κεντημένο πέπλο
μαγαζί مخازن makhāzin αποθήκες. Συναντάται μ’ αυτή την έννοια στα λατινικά του 1228. Στη δύση η έννοια εξελίχθηκε σε οπλοστάσιο, αποθήκη μπαρουτιού και σφαιρών καθώς επίσης και σε περιοδικό με την έννοια της αποθήκης πληροφοριών για πολεμικά και ναυτικά θέματα.
μουσώνας موسم (mausim, “εποχή”) < وسم (wásama, “σημαδεύω,μαρκάρω”)
μουσαφίρης (επισκέπτης στα ελληνικά) musafir =ταξιδιώτης
μούμια موميا mūmiyā, βαλσαμωμένο πτώμα, προγενέστερα μια ουσία για βαλσάμωμα, από το περσικό mūm =κερί
μουσλίνα
ναδίρ نظير naẓīr σημείο του ουρανού αντίθετα από το ζενίθ, κυριολεκτικά το συμπλήρωμα ή το αντίστοιχο.
ρακέτα راحة (rāħat) η παλάμη του χεριού
σαφάρι سفر safar, ταξίδι
σιρόπι شراب sharāb . Αυτή η λέξη έχει δύο έννοιες στα αραβικά, ποτό και σιρόπι. Πέρασε στα μεσαιωνικά λατινικά του 12ου αιώνα ως sirropus, ένα γλυκό ποτό, σιροπιαστό φάρμακο.
σόδα από τις λέξεις سوادة suwwāda, سويد suwayd, ή سويدة suwayda ένα ή περισσότερα φυτά που φύονται σε αλμυρά περιβάλλοντα από τις στάχτες των οποίων παίρνουμε το ανθρακικό νάτριο, ένα συστατικό που χρησιμοποιείται στην υαλοποιεία.
σουλτάνος سلطان (sulṭān) στα αραβικά και τελικά από το αραμαϊκό שולטנא (šūlṭānā’) που σημαίνει δύναμη
ταχίνι طحينة tahīna
ταρίφα تعريف taʿrīf . Η αραβική λέξη πρώτα σήμαινε ειδοποίηση. Στα τέλη του μεσαίωνα στο μεσογειακό εμπόριο σήμαινε δήλωση του φορτίου εμπορικού πλοίου ή φορτωτική. Από αυτή τη σχέση ανάμεσα στο φορτίο και στους φόρους εισαγωγής που έπρεπε να πληρωθούν προέκυψε η σύγχρονη έννοια της λέξης.
ταριχεύω από το تاريخ (tārīh) = ημερομηνία, χρόνος, ιστορία, χρονικά
τζιν
τζίφος- πιθανώς από το αραβικό zife αλλά ίσως και από το αρχαίο ελληνικό ψήφος με την έννοια ‘μηδέν’
τζιχάντ =ιερός πόλεμος. Από το αραβικό جهاد (jihād που θα πει ‘μέγιστη προσπάθεια’, αγώνας
τυφώνας από το αραβικό طوفان (ṭūfān) και τελικά από το κινέζικο 大风 (dàfēng, “μεγάλος άνεμος) κατά μία εκδοχή
χαβάς هَوَاء (hava) ο αέρας, ο καιρός
χαμπάρι خبر (hábar) νέα, πληροφορίες, αναφορά, φήμη
χαρέμι από το αραβικό حرم (ḥaram) , κάτι το απαγορευμένο, άσυλο. Σχετίζεται με το حريم ḥarīm, ένα απαραβίαστο μέρος, τα θυληκά μέλη της οικογένειας. Αναφέρεται στον κλειστό κύκλο και τα διαμερίσματα των νυκαικών ενός πολυγαμικού νοικοκυριού όπου απαγορευόταν να μπουν άνδρες.
χασίς حشيش hashīsh άχυρο ή αποξηραμένο βότανο στα αραβικά
χέννα حناء (χιννάα) όπως ονομάζεται το δέντρο στα αραβικά από το οποίο προέρχεται η βαφή
Πηγές: in.gr, «Τα ΝΕΑ»,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου