H λήψη νέων γενικευμένων περιοριστικών μέτρων (lockdown), λόγω αναζωπύρωσης της πανδημίας, αναμένεται να οδηγήσει σε βαθύτερη ύφεση για το 2020 και να μετριάσει την προσδοκώμενη ανάκαμψη το 2021 εκτιμά η Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ). Λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας, όσον αφορά την εξέλιξη της πανδημίας και των αρνητικών επιπτώσεών της στο ΑΕΠ, η ΤτΕ εξετάζει τρία σενάρια − ένα βασικό και δύο εναλλακτικά, το ένα πιο ήπιο και το άλλο πιο δυσμενές.
Ειδικότερα, η Τράπεζας της Ελλάδος, στην “Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2020” η οποία υποβλήθηκε χθες στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο, αναφέρει σχετικά:
Προβλέψεις: Επιδείνωση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών δεδομένων το 2020 - Θετικές προοπτικές για το 2021-2022
Στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί με την πανδημία, οι μακροοικονομικές προβλέψεις περιβάλλονται από μεγάλη αβεβαιότητα. Γι’ αυτό, στην παρούσα έκθεση εξετάζονται τρία σενάρια − ένα βασικό και δύο εναλλακτικά, το ένα πιο ήπιο και το άλλο πιο δυσμενές, βάσει διαφορετικών υποθέσεων για την εξέλιξη της πανδημίας και τη συνολική διάρκεια των μέτρων που ελήφθησαν για τον περιορισμό της.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η οικονομική δραστηριότητα θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, με το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε -10%. Το 2021 και 2022 αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% και 4,8% αντιστοίχως, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.
Στο ήπιο σενάριο, που υποθέτει ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής της λειτουργίας πολλών κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας θα αρθούν γρηγορότερα και η μετάβαση στην κανονικότητα θα είναι σχετικά σύντομη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9% το 2020, ενώ θα σημειώσει άνοδο κατά 4,8% το 2021 και 5% το 2022.
Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι οι συνέπειες της πανδημίας θα είναι πιο έντονες και η ανάκαμψη της οικονομίας θα καταστεί δυσκολότερη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 11% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 3,2% και 4,5% το 2021 και το 2022 αντιστοίχως.
Η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης, στο βασικό σενάριο, εκτιμάται ότι ήταν αρνητική το 2020, λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών στην αγορά εργασίας και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά και λόγω της αναβολής καταναλωτικών δαπανών εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και της αύξησης της αποταμίευσης για λόγους πρόνοιας. Τα επόμενα δύο έτη η σταδιακή ανάκαμψη της αγοράς εργασίας θα συμβάλει στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης με σχετικά ήπιους ρυθμούς.
Οι συνολικές επενδύσεις εκτιμάται ότι σημείωσαν σημαντική πτώση το τρέχον έτος αντανακλώντας την πτώση των επιχειρηματικών επενδύσεων, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες εκτιμάται ότι αυξήθηκαν. Κατά την περίοδο 2021-2022, η επενδυτική δαπάνη αναμένεται να ενισχυθεί, υποβοηθούμενη από τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, την αξιοποίηση των πόρων από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.
Οι συνολικές εξαγωγές εκτιμάται ότι μειώθηκαν σημαντικά το 2020, αντανακλώντας την επίδραση της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί σε παγκόσμιο επίπεδο στα έσοδα από τον τουρισμό. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να αυξηθούν με υψηλούς ρυθμούς το 2021, αλλά και το 2022, σε συνάρτηση με την ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης. Οι εισαγωγές αναμένεται να συμβαδίσουν με την εξέλιξη της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης.
Ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε αρνητικά επίπεδα το επόμενο διάστημα, κυρίως λόγω των χαμηλών τιμών του πετρελαίου στη διεθνή αγορά και των υπηρεσιών, ενώ θα καταγράψει θετικό, αν και χαμηλό, ρυθμό έως το 2022. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδα κοντά σε εκείνα του γενικού δείκτη κατά την περίοδο 2020-2022.
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2020, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, αναμένεται να επιδεινωθεί έναντι της πρόβλεψης του Ιουνίου και να διαμορφωθεί σε έλλειμμα της τάξεως του 7,3% του ΑΕΠ, εξαιτίας της μεγαλύτερης μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των επιπλέον δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της οικονομίας και τα δημοσιονομικά μεγέθη την περίοδο 2020-2022, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω της σύνθεσης του χρέους που αποτελείται κατά 80% από δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά και της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Κατ’ επέκταση, η εκτιμώμενη αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
Σχετική ανάρτηση: ΤτΕ: Ζημιογόνο το α΄ 9μηνο του 2020 για τις Τράπεζες. Ο Ηρακλής δεν επαρκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου