16 Μαρτίου: Το πρώτο βόλι
«Κατά τα μέσα και επ. Μαρτίου (1821), συνέβησαν και τα εξής, μεμονωμένα και άσχετα. Ο Α. Κορδής προσέβαλεν ενόπλως τους Τούρκους. Ο Ν. Σουλιώτης μετ’ άλλων τινών εφόνευσαν τρεις Τούρκους εις θέσιν Πόρταις παρά το χωρίον Αγρίδι εκ Τριπόλεως ερχομένους. Οι Πετμεζαίοι εφόνευσαν την 16η είκοσι οκτώ Τούρκους, προερχομένους εκ Σαλώνων και δι’ Ακράτας πορευομένους εις Τρίπολιν.
Τότε (την 16 Μαρτίου) ευρεθέντες εις Καλάβρυτα ο Σεϊδή-Κεχαγιάς και ο εκ Βυτίνης Τραπεζίτης Ν. Ταμπακόπουλος, επέστρεφον εις Τρίπολιν, πυροβοληθέντες δε από τους Χοντρογιαννέους (πλαγία και μυστική ενθαρρύνσει του Ασημάκη Ζαΐμη), εις θέσιν Χελωνοσπηλιά, αυτοί μεν εσώθησαν δρομαίοι εις Φενεόν, εφονεύθησαν δε δύω υπηρέται του Τούρκου και τα πράγματά των διηρπάγησαν.
Την επιούσαν (17) θέλων ν’ αναχωρήση εκ Καλαβρύτων και ο Ιμπραήμ-Αγάς Αρναούτογλους, Βοεβόδας της επαρχίας εκείνης διά την Τρίπολιν, προαπέστειλεν υπηρέτην εις Ντάρα, χωρίον ιδιόκτητον ή τσιφλίκι του, να τω προετοιμάση εκεί το γεύμα· ούτος δε μαθών τα εις Χελωνοσπηλιάν συμβάντα, και ότι εκεί υπήρχεν ενέδρα, επιστραφείς, απαντήσας τον Βοεβόδα και αναγγείλας αυτώ ταύτα, τον έκαμε να επανέλθη εις Καλάβρυτα. Αλλοι Καλαβρυτινοί εφόνευσαν δύω σπαΐδας (ενοικιαστάς φόρων) εις Λιβάρζι, και έτεροι εις Φενεόν τους Γυφτοχαρατζίδας. Αι ειδήσεις αύται από τον Σεϊδή-Κεχαγιάν και τον Ταμπακόπουλον, και από άλλους ελθόντες εις Τρίπολιν, εγνώσθησαν και εις την εξουσίαν. Οι δε Τούρκοι εθεώρουν τα σποραδικά τούτα συμβεβηκότα ως σπασμούς σώματος μη υγιαίνοντος ή ενδείξεις δεινής επισκηψούσης αυτώ νόσου, (και είχον δίκαιον ως προς τούτο)».
Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Αγών, υπό Μ. Οικονόμου του εκ Δημητσάνης, Γραμμ. του Γεν. Αρχ. της Πελοποννήσου, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Θ. Παπαλεξανδρή, 1873, σελ. 86
«Ο Αρναούτογλους, πλήρης και πρότερον υποψιών, εθορυβήθη ακούσας το γεγονός [σ.σ. το χτύπημα στη Χελωνοσπηλιά], ωπισθοδρόμησεν εις Καλάβρυτα, εφόβισε τους εντοπίους Τούρκους παραστήσας το τόλμημα ως επαναστατικόν μάλλον ή ληστρικόν, και παραλαβών αυτούς εκλείσθη και ωχυρώθη εντός τριών δυνατών πύργων των Καλαβρύτων, ως αν ήρχοντο κατόπιν του εχθροί. Συγχρόνως εφονεύθησαν και δύο σπαΐδες Τριπολιτσώται κατά το Λιβάρτσι, χωρίον των Καλαβρύτων.
Ηγουμένου δε του Νικολού Σολιώτη εφονεύθησαν τινές γυφτοχαρατζίδες κατά το Αγρίδι, χωρίον της αυτής επαρχίας, και τρεις κομισταί γραμμάτων του τοποτηρητού της Τριπολιτσάς προς τον Χουρσήδην· εκτυπήθησαν και τινές άλλοι Τούρκοι αποβιβασθέντες εκ Σαλώνων εις Ακράταν, και απερχόμενοι εις Τριπολιτσάν, εξ ων οι μεν εφονεύθησαν, οι δε συνελήφθησαν· Τα συμβάντα ταύτα, αν και μη επαναστατικά, ηύξησαν τας δικαίας υποψίας των Οθωμανών.
Καθ’ ην δε ημέραν εκλείσθησαν οι περί τον Αρναούτογλουν εντός των πύργων, οι προεστώτες των Καλαβρύτων απουσίαζαν. Πρώτος των άλλων, ο Χαραλάμπης, μαθών το γεγονός και αγνοών ότι φοβηθέντες οι υπό τον Αρναούτογλουν εκλείσθησαν εις άμυναν μάλλον ή εις βλάβην, παρέλαβεν όσους εδυνήθη εκ του προχείρου ενόπλους υπό τους Πετμεζάδας, εισήλθεν εις την πόλιν και επολιόρκησε τους εν τοις πύργοις κλεισθέντας, οίτινες παρεδόθησαν.
Γενομένου δε γνωστού του συμβάντος τούτου, όπερ και η φήμη και οι επικρατούντες φόβοι εμεγάλυναν, οι μεν εν Βοστίτση Τούρκοι διεπορθμεύθησαν όλοι αβλαβείς και ανεμπόδιστοι συν γυναιξί και τέκνοις εις Γαλαξείδι, και κατέφυγαν εις Σάλωνα όπου ήσαν ικανοί Τούρκοι· οι δε εν Πάτραις, οίτινες, και αφ’ ότου έμαθαν, ότι οι Αχαιοί απεποιήθησαν να μεταβώσιν εις Τριπολιτσάν, είχαν αρχίσει να μεταφέρωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των εις την ακρόπολιν, εγκατέλειψαν την πόλιν και συνεκλείσθησαν την 21 Μαρτίου, μήτε πολεμούντες μήτε πολεμούμενοι».
Σπυρίδωνος Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Α΄, έκδοσις δευτέρα, Εν Λονδίνω, Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου, 1860, σ.σ. 59-60.
Joseph-Mallord-William Turner, Αλληγορία της σκλαβωμένης Ελλάδας. Υδατογραφία εμπνευσμένη από το ποίημα του Μπάιρον «Ο Γκιαούρ» (Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών / Ιδρυμα Βούρου-Ευταξία).
«Βλέπων λοιπόν ότι το πράγμα εξεσκεπάσθη και πάσα αναβολή απέβαινε πλέον βλαπτική, έστειλα κατά τας 17 Μαρτίου μερικούς ωπλισμένους και συνέλαβον σπαήδες, κιαχαγιάδες και άλλους υπέρ τους πεντήκοντα και τους αφώπλισαν και τους έφερον ζώντας εις τα Λαγκάδια, αφώπλισα αμέσως και τους Λαγκαδινούς Τούρκους και διεμοίρασα εις τους κατοίκους ανά ένα διά να τους φυλάττουν υπό ευθύνην τους, οίτινες και τους έβαλαν αμέσως σίδηρα εις τους πόδας δι’ ασφάλειαν. Την αυτήν στιγμήν διέταξα τον Αναγνώστην Γερμανόν εκ Γαρζενίκου και άλλους και εφόνευσαν τους τρεις αδελφούς Καντραλήδες, επισήμους Τούρκους Καρυτινούς, ευρισκομένους εις αυτό το χωρίον διά υποθέσεις των και τρεις άλλους συντρόφους των.
Την ιδίαν δε ημέραν εις τας 18 Μαρτίου, το εσπέρας, έφθασαν οι δύο προηγούμενοι του Μεγάλου Σπηλαίου Νεόφυτος ηγούμενος του Αλάχ σαραγίου και Γερμανός Λάψιας, απεσταλμένοι από τον Ζαΐμην, Σ. Χαραλάμπην, Φωτήλαν, Λόντον, Παλαιών Πατρών, Κερνίτζη και λοιπούς συναχθέντας εις την Αγίαν Λαύραν να μας ομιλήσουν, εάν απεφασίσαμεν να κινήσωμεν την επανάστασιν, εάν έχωμεν ελπίδα τινα να σώσωμεν τον Θεοδωράκην, εάν ο Παπατσώνης με τους λοιπούς Μεσσηνίους έχει απόφασιν να κινηθή με ημάς, εάν ο Πετρόμπεης απεφάσισε να κινηθή με τους καπεταναίους της Μάνης (με το να υπώπτευον διά την αποστολήν του υιού του εις Τριπολιτσάν ως ομήρου μήπως δώση μάκρος του καιρού διά να τον σώση), εάν έχομεν όλους τους προκρίτους της επαρχίας μας συμφώνους να μας ακολουθήσουν αποφασιστικώς και άλλας πολλάς τοιούτας ερωτήσεις να μας κάμουν και να λάβουν τελείας πληροφορίας και την περίληψιν διά να ακολουθήσουν και αυτοί, καθότι οι συναχθέντες εκείνοι εις την Αγίαν Λαύραν, βλέποντες το μέγεθος του κινδύνου και των εκτάκτων εκείνων περιστατικών και μη γνωρίζοντες τας διαθέσεις όλων των προυχόντων ουσιωδώς, καθότι οι επισημότεροι αυτών εισήλθον εις τα δίκτυα της τουρκικής εξουσίας εις Τριπολιτσάν, και ο Μανιάτμπεης έστειλε και αυτός τον υιόν του όμηρον και απελπισθέντες απεφάσισαν να διαλυθούν και να απέλθουν, άλλοι εις τας Ιονίους Νήσους και άλλοι εις τας Κυκλάδας να διασωθώσι προς καιρόν μεχρισότου ίδωσι το αποβησόμενον των εις Τριπολιτσάν συνελθόντων. […]
Αφού λοιπόν οι προηγούμενοι ούτοι μάς εξηγήθησαν περί της εντολής, διά την οποίαν εστάλησαν, εις τους οποίους απαντήσαμεν ως εξής: «Βλέπετε με τα όμματά σας τον πεζόν των μπέηδων και αγάδων της Τριπολιτσάς με τα σίδηρα εις τους πόδας, βλέπετε ότι εφονεύσαμεν τρεις επισήμους Τούρκους συνεπαρχιώτας μας και τρεις συντρόφους των, βλέπετε ότι συνελάβομεν υπέρ τους 50 Τούρκους Φαναρίτες, Λαλιώτες, Τριπολιτσιώτας και άλλους και τους αφωπλίσαμεν και τους έχομεν εις τα σίδερα, βλέπετε εις την αυτήν κατηγορίαν όλους τους Λαγκαδινούς Τούρκους. Βλέπετε τας ετοιμασίας και τα κινήματα της Επαναστάσεως και ήτον περιττόν να μας ερωτήστε. Οσον διά τον αδελφόν μας Θεοδωράκην, δεν έχομεν ουδεμίαν ελπίδα απολυτρώσεως, καθότι αυτός οικειοθελώς και αυθορμήτως επρόσφερε τον εαυτόν του θύμα εις τον βωμόν της πατρίδος». Τους εδιηγήθημεν όλον το ιστορικόν της γενναιοψυχίας και αποφάσεως αυτού του μοναδικού εις τας ιστορίας των εθνών ανδρός και έμειναν ακίνητοι «όθεν και ημείς οι επτά αδελφοί τον προσφέρομεν εκουσίως θύμα εις την πατρίδα, καθότι διά να σωθή ένας άνθρωπος δεν υποφέρει η ψυχή μας να χαθή εν ολόκληρον έθνος. Ως διά τους Παπατσώνηδες έχομεν πλήρη πεποίθησιν και εμπιστοσύνην, ότι άμα τους γράψωμεν, κινούνται και αυτοί και όλη η Μεσσηνία αφεύκτως. Την αυτήν πεποίθησιν έχομεν και διά τους Μαυρομιχάλας, Μούρτζινον, Χρυσοσπάθην και Καπετανάκηδας, προς τους οποίους στέλλομεν αυτήν την στιγμήν επίτηδες απεσταλμένους, να τους κοινοποιήσωμεν τα πρακτικά μας έως σήμερον και τον εδικόν σας εδώ ερχομόν και είναι αδύνατον να μην κινηθώσιν όλοι ευθύς […]».
Την αυτήν δε ημέραν [19 Μαρτίου] μας ειδοποιούν αι σκοπιαί, ότι οι Λαλαίοι κάμνουν κίνημα να μεταβούν με τας οικογενείας των διά των Λαγκαδίων της πατρίδος μας, και των λοιπών κωμοπόλεων ν’ απέλθουν εις Τριπολιτσάν. Τούτο μας κατετάραξε και αμέσως διέταξα να εξέλθουν όλοι οι συμπολίται μου Λαγκαδινοί ωπλισμένοι να προκαταλάβωμεν τα στενωπά εκείνα μέρη να τους κτυπήσωμεν, να μην τους αφήσωμεν ν’ απεράσουν· έγραψα στιγμιαίως και εις όλας τας κωμοπόλεις και χωρία να προφθάσουν όλοι οι οπλίται. Εβγάλαμεν αμέσως τα ασιατικά εκείνα ενδύματα της πολυτελείας, αντεριά, γούνας, καλπάκια και εβάλαμεν τα τζαρούχια και την τραγόκαπαν. Ανεχώρησαν αμέσως ο Δημητράκης και ο Κωνσταντάκης [Δεληγιανναίοι] ως εμπροσθοφυλακή και έτρεξαν προς το μέρος της Ακοβας, εγώ δε διαμείνας ολίγον οπίσω να έβγουν όλοι οι στρατιώται να διαθέσω και τα της μάχης, εξερχόμενος εις την πλατείαν του Προδρόμου βλέπω έναν Τούρκον Λαγκαδινόν ιστάμενον εκεί, λεγόμενον Αλή Ζούλφον πρόκριτον. Ερωτώ, ποίος τον έφερεν εκεί; Μου λέγει ο αδελφός μου Ανάστος ότι τον έστειλαν οι άλλοι Τούρκοι να σε παρακαλέση να αφήσετε τους Λαλαίους να απεράσουν με ησυχίαν να μην τους κτυπήσετε, καθότι είναι γείτονες και δεν είναι καλόν να τους εμποδίσετε διά της βίας. Τότε θυμωθείς τον είπον και δεν εγνώρισαν ακόμη αυτοί οι τύραννοι, οίτινες μας έχουν τόσους αιώνας εις τον ζυγόν, ότι ημείς θα τον συντρίψωμεν τώρα και θα πολεμήσωμεν υπέρ της πίστεως και της πατρίδος μας, ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν όλοι με τα όπλα εις τας χείρας;
Κανέλλου Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, τόμ. 1, Βιβλιοθήκη, χ.χ., σσ. 138-143.
22 Μαρτίου: Ελληνικές δυνάμεις στην Πάτρα
22 Μαρτίου«Οι Τούρκοι των Π. Πατρών φοβούμενοι μη προσβληθώσιν εξαίφνης εις αυτάς τας εστίας των, ησφάλισαν εις το φρούριον τας οικογενείας και τα πράγματά των, και την 21η ώρμησαν εις την οικίαν του Ιω. Παπαδιαμαντόπουλου επί σκοπώ να εύρωσιν εις αυτήν όπλα και πολεμοφόδια, ως υπώπτευον, και τότε να επιτεθώσι κατά των χριστιανών· αλλ’ ευρόντες τας θύρας ησφαλισμένας, ήρχισαν έξωθεν να τουφεκίζωσι και να πιστολίζωσιν απειλούντες. Εβαλον δε πυρ εις τας πέριξ οικίας, εν ω και από το φρούριον ήρχισαν να πυροβολώσι την του αρχιερέως [σ.σ. Π. Πατρών Γερμανός] και άλλας άλλων χριστιανών, όπου ενόμιζον ότι είναι πολλοί κεκλεισμένοι. Τότε λοιπόν εξελθόντες οι Ελληνες ένοπλοι εις τα οδούς, εντόπιοι Πατρείς και τινες πάροικοι Επτανήσιοι ομού με τον Νικόλαον Γερακάρην Κεφαλλήνα, προσέβαλον τους Τούρκους, τους εδίωξαν από την πόλιν και τους απέκλεισαν εις το φρούριον. Ειδοποίησαν δε παρευθείς τον αρχιερέα των και τον Ζαΐμην, οι οποίοι έφθασαν όσον τάχιστα με τους Κουμανιώτας και άλλους, και πολιορκήσαντες τους Τούρκους, διεκήρυξαν την επανάστασιν, και προσεκάλεσαν τους Ελληνας εις τα όπλα, εν ω άλλη ελπίς σωτηρίας δεν έμεινεν εις αυτούς.
Απομνημονεύματα συνταχθέντα υπό του Ν. Σπηλιάδου διά να χρησιμεύσωσιν εις την νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, Αθήνησιν, τόμ. Α΄, Εκ του ΤυπογραφείουΧ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1851, σ.σ. 59-60..
«Την δε επαύριον (22 Μαρτίου) οι Τούρκοι ευρέθησαν όλοι συνηγμένοι εν τη ακροπόλει, όπου διέμειναν κανονιοβολούντες την πόλιν. Εντοσούτω οι πέριξ σημαντικοί Αχαιοί, μαθόντες τα εν Πάτραις συμβάντα, έσπευσαν να εισέλθωσι συμπαραλαβόντες όσους εδυνήθησαν εκ του προχείρου οπλοφόρους· και πρώτος μεν εισήλθε περί την μεσημβρίαν ο Παπαδιαμαντόπουλος· μετ’ αυτόν δε ο Λόντος υπό ερυθράν σημαίαν, ην κατεσκεύασεν ως έτυχε και ως ήθελε την ώραν εκείνην, έχουσαν εν τω μέσω μέλανα σταυρόν εφ’ ενός μόνου προσώπου. Εξ αιτίας δε του χρώματος της σημαίας οι εν τω φρουρίω Τούρκοι εξέλαβον τους εισερχομένους ως Λαλιώτας Τούρκους, διότι ο επί του ενός προσώπου της σημαίας σταυρός δεν εφαίνετο εκ της ακροπόλεως· τους εχαιρέτησαν δε και ως συναδέλφους των κανονοβολούντες. Εισήλθαν την αυτήν ημέραν και ο Π. Πατρών, ο Κερνίτσης, ο Ζαΐμης, και ο Ρούφος, επισύροντες πλήθη οπλοφόρων και ροπαλοφόρων· επί δε της εισόδου οι Πατρείς και οι παρεπιδημούντες Ελληνες εκραύγαζαν ενθουσιώντες, Ζήτω η ελευθερία· ζήτωσαν οι αρχηγοί· και εις την πόλιν να δώση ο Θεός. Ο δε Π. Πατρών διέταξε και έστησαν επί της πλατείας του αγίου Γεωργίου σταυρόν, ον έτρεχαν και ησπάζοντο οι παρευρεθέντες, ορκιζόμενοι τον υπέρ πίστεως και πατρίδος όρκον. Εμοίρασαν δε οι αρχηγοί και εθνόσημα εξ ερυθρού υφάσματος φέροντα σταυρόν κυανόχρουν, διέταξαν και τους ιστοποιούς να τυπώσωσι σημαίας προς χρήσιν των παρόντων οπλοφόρων, και αποστολήν εις άλλα μέρη, εξέδωκαν παντού επαναστατικάς προκηρύξεις, έγραψαν τοις εντός και εκτός Πελοποννήσου να δράξωσι τα όπλα, και έστειλαν προς τους εν Πάτραις εδρεύοντας προξένους την ακόλουθον εγκύκλιον.«Ημείς, το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος, και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας πότε μ’ έναν και πότε μ’ άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν, και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας ζητούντες τα δικαιώματά μας. Οντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας, και όχι μόνον δεν θέλουν μάς εναντιωθή, αλλά και θέλουν μάς συνδράμει, και ότι έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησαν ποτέ ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την εκλαμπρότητά σας, και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να ήμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του μεγάλου κράτους τούτου».
Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Α΄, έκδοσις δευτέρα, Εν Λονδίνω, Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου, 1860, σ.σ. 61-63.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, πρόκριτος της Μάνης, κηρύσσει την Επανάσταση στη Μεσσηνία. Λιθογραφία του Peter von Hess, 1852 (λεπτομέρεια – Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα)
23 Μαρτίου: Απελευθέρωση της Καλαμάτας
«Τη 23 εξεστράτευσεν ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, ουχί πολιτικός ήδη, αλλά στρατιωτικός ηγεμών, και εις Καλάμας, πρώτην της Μεσσηνίας πόλιν, εισήλθεν άγων δισχιλίους ενόπλους. Ηνούντο δε μετ’ αυτού άπασαι της Λακωνίας αι στρατιωτικαί επισημότητες, οι Τρουπάκαι (και μετά τούτων ο Κολοκοτρώνης), οι Καπετανάκαι, Χρηστέαι, Κουμουνδουράκαι, Κυβέλλοι, και μετ’ αυτών υποδεέστεροι πολλοί άλλοι. Αμέσως δε έδραμον προς τούτον, εις μέσον ιόντες και φανεροί ήδη επαναστάται, ο Αναγνωσταράς, Δικαίος, Νικήτας και Κεφάλας, ίνα συσκεφθώσι περί του πολεμικού σχεδίου και οδηγηθώσι περί της γραμμής, ην έκαστος έμελλεν ακολουθήσαι.
Μετά την ενθουσιώδη όλως και παρά πάντων ευλογουμένην είσοδον του Μαυρομιχάλου, ετελέσθη τη επιούση παρά τον έξω της πόλεως μικρόν ποταμόν, τον ρέοντα διά των συνόρων της Λακωνίας και Μεσσηνίας, δοξολογία κοινή προς τον Υψιστον και δέησις η περιπαθεστέρα διά την σωτηρίαν της πατρίδος. Εκεί ιερείς και ιερομόναχοι, την ιεράν περιβεβλημένοι στολήν, έφερον τας εικόνας των Αγίων, δι’ αυτών δε ηυλογήθησαν αι σημαίαι, και οιονεί ωρκίσθησαν πάντες, ο μεν Μαυρομιχάλης, ίνα “αμύνη την πατρίδα και μόνος και μετά πάντων, και ιερά τα πάτρια τιμήση”· οι δε στρατιώται, ίνα “μη καταισχύνωσι τα όπλα τα ιερά, ούτε εγκαταλείψωσι τον παραστάτην, όσω αν στοιχήσωσι”. Ενδόμυχος αγαλλίασις, ην εμπνέει τοις δούλοις η ώρα της ελευθερίας, ανέλαμπεν επί του προσώπου όλων πάσης τάξεως, ηλικίας και γένους· η δε δόξα του Μαυρομιχάλου, αρχιστρατήγου κηρυχθέντος των λακωνικών όπλων, ήτο ήδη η αληθής δόξα του δυνατού, εφ’ ου εστηρίζονται μεγάλαι ελπίδες».
Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, παρά Ιωάννου Φιλήμονος, τόμ. Γ΄, Αθήναι, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, 1860, σσ. 25-26.
«Την δε 23 Μαρτίου ιδών ο Βοεβόδας την πληθύν των συναθροισθέντων εν Καλαμάτα οπλοφόρων, και απελπισθείς, διέταξε τον Μπελούκ μπασίν του (Πολιτάρχην της διοικήσεώς του) Κοκκίνην το επίθετον (ένα όντα των εν Τριπολιτζά εσκιάδων, αυθαιρέτων κακοποιών), όστις απελθών εις το κατάστημα, όπου ήσαν συνηγμένοι οι αρχηγοί των οπλοφόρων Ελλήνων, ο Π. Μαυρομιχάλης, και λοιποί, έδωκαν εις αυτούς τον χαιρετισμόν κατά τον συνήθη Οθωμανικόν αγέρωχον τρόπον· καθήσας δε εις εν απλούν σκαμνίον, πλησίον του Νικηταρά, και αποτανθείς προς τον Π. Μαυρομιχάλην και λοιπούς, είπεν ως παρά του Βοεβόδα αποσταλείς· «ο αγάς σάς χαιρετά, και ερωτά να τον ειπήτε, τι πράγματα είναι αυτούνα οπού κάνετε, και τι κλεφτοδουλιαίς, όπου μ’ αυταίς θα χάσετε τον ραγιά του Βασιλιά, και στην αφεντιά σας ετούτα τα πράγματα δεν θα εύγουν σε καλό»· ο Νικηταράς ακούσας τους λόγους αυτούς (ταραχθέντος του εγκεφάλου του), άρχησεν ευθύς να ετοιμάζη το οποίον εφόρει εις την ζώνην του πιστόλι, διά να το ανάψη καθήμενος κατά του απεσταλμένου Μπελούκμπαση, να τον φονεύση· αλλ’ ο Θ. Κολοκοτρώνης, εννοήσας την προετοιμασίαν του Νικηταρά, και θεωρήσας ως άτοπον την πράξιν αυτού, κατ’ εκείνην την στιγμήν προλαβών με ορμήν, είπεν εις τον Οθωμανόν· «Μπελούκμπαση! έλα εδώ κοντά μας να ακούσωμεν τι λέγεις»· και ευθύς με τον λόγον αυτόν τω ητοίμασεν εν απλούν θρανίον, όπου ο Οθωμανός εγερθείς, εκάθησε πλησίον του Θ. Κολοκοτρώνη· ο δε Π. Μαυρομιχάλης λαβών πρώτος τον λόγον είπε προς τον Οθωμανόν. “Ακούσαμεν όσα μας είπες εκ μέρους του Αγά σου, και όσα βλέπετε δεν είναι κλεφτοδουλιαίς, είναι πράγματα στερεά, και δεν είναι μονάχα εδικά μας, είναι του Θεού, και των βασιλέων· διότι οι Ελληνες έως τώρα υπέφεραν τας τυραννίας και τα βασανιστήριά σας τόσα χρόνια· διά τούτο ημείς δεν είμαστε ωσάν εσάς τύραννοι και διώκται της ανθρωπότητος, και μήτε θέλει καταδεχθώμεν να σας πειράξωμεν εις το παραμικρόν· αλλά και εσείς να μένετε εις τα οσπήτιά σας και εις το πράγμα σας ανενόχλητοι, και θα δίνετε δύω φλουριά η κάθε φαμήλεια (οικογένεια) τον χρόνον, και κρύος αέρας να μη σας βαρή”.
Εγερθείς δε και ο Αναγνωσταράς, και στας εν τω μέσω πάντων, είπε· «Μπελούκμπαση! κανένα βοηθόν δεν έχομε, ’πε του Αγά σου, και μήτε μας χρειάζεται από κανένα μέρος βοήθεια· το δίκαιόν μας θα το πάρωμεν με το χέρι μας, διότι εσείς δεν μας αφήσατε τόσα χρόνια μήτε σκούφιαν εις το κεφάλι μας· εις το εξής δεν σας υποφέρωμεν μήτε σας χωνεύωμεν πλέον, και ό,τι σας περάσει μην το αφήσετε πίσω· πήγαινε εις τον Αγά σου, και πες του αυτά οπού σου είπαμε, και θέλομεν σε τρεις ώραις να μας παραδώσετε τ’ άρματά σας, διότι αν παρακούσετε, θα σας περάσωμεν όλους από το σπαθί, και το κρίμα ας ήναι εδικόν σας»· είτα εγερθέντες άπαντες είπον προς τον Οθωμανόν ως εξ ενός στόματος· «άκουσε καλά αυτά οπού σου είπαμε, διά να μη μας βιάσετε και σας περάσωμεν όλους εν στόματι μαχαίρας».
Ο Οθωμανός Μπελούκμπασης ακούσας ταύτα πάντα, ανεχώρησε έντρομος με πρόσωπον καθηλλοιωμένον, διαπορούμενος εις την τοιαύτην ταχείαν και ανέλπιστον μεταβολήν των Ελλήνων, χθες όντων υπηκόων, και εν ακαρεί παρουσιαζομένων αυτονόμων ανωτέρων, κτλ· παρουσιασθείς δε ενώπιον του Βοεβόδα ανήγγειλεν όσα παρά των Ελλήνων ήκουσε· τόσο δε ο Βοεβόδας, καθώς και οι λοιποί Οθωμανοί οι παρευρεθέντες εις το αυτό κατάστημα, έμειναν άπαντες ως νεκροί επί τη ταχεία αυτή μεταβολή των Ελλήνων γενομένων εντός μιας στιγμής αυτονόμων, υπερυψωθέντων ανθ’ υπηκόων τεταπεινωμένων και τεθλιμένων· σκεφθέντες δε πολυειδώς και πολυτρόπως, αφ’ ου είδον ότι όσα και αν ήθελον φαντασθή ήσαν μάλλον μάταια, τελευταίον κλίναντες τον αυχένα, μετά τρεις ώρας εμήνυσαν εις τους Ελληνας ότι παραδίδονται εις την τιμήν των, εις το αϊνί (λατρείαν των), και εις την παληκαριάν των».
Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, αρχομένη από του έτους 1715, και λήγουσα το 1835, συγγραφείσα παρά Αμβροσίου Φραντζή, Πρωτοσυγκέλλου της πρώην Χριστιανουπόλεως επαρχίας (Αρκαδίας), τόμ. Α΄, Εν Αθήναις, Εκ της Τυπογραφίας η Βιτωρία του Κωνστ. Καστόρχη και Συντροφίας, 1839, σσ. 332-335.
26 Μαρτίου: Κήρυξη της Επανάστασης στις Σπέτσες
Πρώτοι λοιπόν οι Σπετσιώται ύψωσαν, κατά την 2 και 3 Απριλίου 1821 [σσ. αναφέρεται αυτή η ημερομηνία], διά μεγάλης τελετής και πολυκρότων κανονιοβολισμών, την σημαίαν της ελευθερίας επί των πλοίων των, εξ ων τινά μεν είχον εξέλθει του λιμένος την προτεραίαν, όλα δε τ’ άλλα παρετάχθησαν την αυτήν ημέραν έμπροσθεν της πόλεως εις τον πορθμόν. Η ημέρα εκείνη ανέτειλε όντως λαμπρά και φαεινή· «αίγλη δ’ ουρανόν ήκε, γέλασε δε πάσα πέρι χθων». Η σημαία της ελευθερίας κυματίζουσα εις όλα τα πλοία, εις το επί της παραλίας δημοτικόν κατάστημα και εις πολλούς εξώστας οικιών, παρίστα θέαμα μεγαλοπρεπέστατον, αύρα δε ελευθερίας εζωογόνει και εφαίδρυνε πάντων τα πρόσωπα. Και αληθώς απερίγραπτος ενθουσιασμός κατείχε τους πάντας καθώς κατά τας εθνοσωτηρίους εκείνας ημέρας, καθ’ ας η του Λαζάρου διά του Θεανθρώπου εξανάστασις, και η των Βαϊοφόρων Παίδων επί τη του Σωτήρος του ανθρωπίνου γένους προελεύσει, αγαλλίασις, μυστηριωδώς προηγίαζε το μέγα κίνημα, και ευηγγελίζετο παραδόξως του Ελληνικού Εθνους την εθνεγερσίαν.
Η βρικογολέτα «Ασπασία». Ανήκε στους Κούτσηδες, μία από τις σπουδαιότερες σπετσιώτικες οικογένειες (αρχείο Γ. Σταματίου).
Κατά τας χαρμοσύνους ταύτας ημέρας, ο εκ Σπάρτης Χρυσοσπάθης, ο εκ Νάξου Κορνήλιος και άλλοι τινές εταιρισταί, παρευρεθέντες εν Σπέτσαις και ενθουσιασθέντες, ανέβησαν επί δώματος οικίας τινός, παρά τη αγορά κειμένης, και άδοντες μεγαλοφώνως το θούριον άσμα του μάρτυρος της ελληνικής παλιγγενεσίας Ρήγα του Φερραίου, «Δεύτε παίδες των Ελλήνων», τοσούτον κατεγοήτευσαν τον λαόν, ώστε άλλοι μεν έχυνον δάκρυα χαράς, άλλοι δ’ όμνυον την υπέρ Πατρίδος χύσιν του αίματός των, και άλλοι γονυκλιτώς εδέοντο εις τον Θεόν υπέρ ευοδώσεως της μεγάλης ταύτης επιχειρίσεως. Η δ’ επαναστατική σημαία ην κυανόχρους, έχουσα εν τω μέσω πρινή ημισέληνον προς τα κάτω βλέπουσαν, και επ’ αυτής όρθιον τον τίμιον Σταυρόν, δεξιόθεν δε του Σταυρού άγκυραν ορθίαν, εφ’ ης ην όφις περιτετειλιγμένος και γλαυξ παρακαθημένη οριζοντείως, αριστερόθεν δε λόγχην ορθίαν. Τα σύμβολα δε ταύτα και αι περί αυτά λέξεις «Ελευθερία ή θάνατος» ήσαν ερυθρά.
Οι επαναστάται συνελθόντες άπαντες την αυτήν ημέραν έμπροσθεν του εν τω κέντρω της πόλεως κειμένου Δημοτικού καταστήματος, Καγκελλαρία καλουμένου, και αποπέμψαντες τον ευρεθέντα εν τη νήσω Οθωμανόν, ως απεσταλμένον της Πύλης ένεκεν εγχωρίων τινών ταραχών, ωρκίσθησαν ομοθυμαδόν τον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος όρκον, υποσχεθέντες αμοιβαίως λήθην των παρελθόντων, ειλικρινή σύμπραξιν και αδελφικήν σύμπνοιαν. Αμέσως δε μετά τον όρκον ενησχολήθησαν εις τα επαναστατικά των καθήκοντα, και δι’ επίτηδες απεσταλμένων ανήγγειλαν αυθημερόν προς τε τους κατά την Πελοπόννησον και τους κατά την Στερεάν οπλαρχηγούς και Προεστώτας, την κηρυχθείσαν παρ’ αυτών επανάστασιν· πάντα δε τα εξελθόντα κατοπινά πλοία των, κατά διαφόρους διευθύνσεις, εφωδίασαν με επαναστατικήν εγκύκλιον προς απάσας τας νήσους και τας παραλίας του Αιγαίου.
Ναυτικά, ήτοι Ιστορία των κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνα πεπραγμένων υπό των τριών ναυτικών νήσων, ιδίως δε των Σπετσών, υπό Αναστασίου Ορλάνδου, τόμ. Α΄, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Χ.Ν. Φιλαδελφέως, 1869, σσ. 60-62.
27 Μαρτίου: Η σημαία της Επανάστασης υψώνεται στα Σάλωνα
Προ της εκρήξεως της επαναστάσεως οι πάντες ειργάζοντο μεν δραστηρίως, αλλά και μετά της απαιτουμένης φρονήσεως· άμα δε έμαθον τα εν Αχαΐα, ο μεν Πανουριάς κατέλαβε την μονήν του Προφήτου Ηλία, προσεκάλεσεν ευθύς υπό την σκέπην των όπλων του τους προύχοντας, συνέστησεν εφορίαν και υπέβαλε τα πάντα, όσον ήτο δυνατόν τότε, εις πειθαρχίαν τινά και κανωνικήν ρύθμισιν· και την 27 Μαρτίου ύψωσεν επισήμως την σημαίαν της επαναστάσεως.
Η Αμφισσα, λέγει ο Φίνλαϋ υπήρξεν η πρώτη πόλις της στερεάς Ελλάδος, η υψώσασα την σημαίαν της επαναστάσεως. Αμα ως έμαθον οι Αμφισσείς τα εν Πάτραις, ο Πανουριάς έπεισε τους προεστούς των Σαλώνων να κηρύξωσι την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος και εξώρκισε τους πάντας ν’ αποσείσωσι τον ζυγόν των Τούρκων. […]
Την 23 Μαρτίου οι Αραχωβίται, άμα μαθόντες εξ ανθρώπων, ελθόντων εξ Ιτέας, ίσως και του Πανουριά, ότι ήρξαντο ήδη ταραχαί εν Πελοποννήσω, θερμουργοί τινές απήλθον εις Ζεμενόν κ’ εφόνευσαν εξ ενέδρας τον ταχυδρόμον και άλλους τινάς· και οι προύχοντες, συνελθόντες έπεμψαν εις Αμφισσαν και εις Λεβαδείαν πεζούς, ίνα μάθωσιν ακριβώς τα περί της επαναστάσεως. Την 24 Μαρτίου ήρξαντο να προπαρασκευάζωνται εις άμυναν, ανήγειραν προμαχώνας τινας κατ’ αντίκρυ του φρουρίου και αλλαχού, ιδίως επί των βράχων Κουτρούλη και Πλούτης και έθηκαν σκοπούς.
Ο δε Πανουριάς τότε αποκλείσας τους Τούρκους εντός του φρουρίου Σαλώνων και πολιορκήσας αυτούς τα και τους εξ Αιγίου ελθόντας, έπεμψεν απανταχού αποσπάσματα ίνα διεγείρωσι τους λαούς εις τα όπλα και φονεύσωσιν όσους δυνατόν πλειοτέρους Τούρκους.
Μεταξύ τούτων τα αποσπάσματά του εφόνευσαν, λέγει ο Τρικούπης, και τον ταχυδρόμον του εκ Σερρών Γιουσούφ Πασσά, ηγεμόνος της Ευβοίας, επανερχόμενον εξ Ιωαννίνων· ανέγνωσαν τα προς τας Τουρκικάς αρχάς γράμματά του, τα διαλαμβάνοντα, ότι φθάσας εις Βραχώριον ο Γιουσούφ και πληροφορηθείς τα εν Πάτραις, διέκοψε την πορείαν του και μετέβαινεν εκεί εις υπεράσπισιν των ομοπίστων. Πέμψας λοιπόν αμέσως ο Πανουριάς τας επιστολάς ταύτας προς τους εν Πάτραις επαναστάτας, κατέστησεν αυτούς προσεκτικούς και ενησχολείτο εις τα του τόπου. Ετεροι δε εκ των εφόρων, έσπευδον, ως είδομεν, αλλαχού, να προτρέψωσι και άλλους, ίνα μιμηθώσι το παράδειγμά των προς επανάστασιν.
Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος Διαπρεψάντων Ανδρών, υπό Αναστασίου Ν. Γούδα, τόμ. Η΄: Ηρωες της Ξηράς, Εν Αθήναις, Τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1876, σσ. 243-245.
Προ της εκρήξεως της επαναστάσεως οι πάντες ειργάζοντο μεν δραστηρίως, αλλά και μετά της απαιτουμένης φρονήσεως· άμα δε έμαθον τα εν Αχαΐα, ο μεν Πανουριάς κατέλαβε την μονήν του Προφήτου Ηλία, προσεκάλεσεν ευθύς υπό την σκέπην των όπλων του τους προύχοντας, συνέστησεν εφορίαν και υπέβαλε τα πάντα, όσον ήτο δυνατόν τότε, εις πειθαρχίαν τινά και κανωνικήν ρύθμισιν· και την 27 Μαρτίου ύψωσεν επισήμως την σημαίαν της επαναστάσεως.
Η Αμφισσα, λέγει ο Φίνλαϋ υπήρξεν η πρώτη πόλις της στερεάς Ελλάδος, η υψώσασα την σημαίαν της επαναστάσεως. Αμα ως έμαθον οι Αμφισσείς τα εν Πάτραις, ο Πανουριάς έπεισε τους προεστούς των Σαλώνων να κηρύξωσι την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος και εξώρκισε τους πάντας ν’ αποσείσωσι τον ζυγόν των Τούρκων. […]
Την 23 Μαρτίου οι Αραχωβίται, άμα μαθόντες εξ ανθρώπων, ελθόντων εξ Ιτέας, ίσως και του Πανουριά, ότι ήρξαντο ήδη ταραχαί εν Πελοποννήσω, θερμουργοί τινές απήλθον εις Ζεμενόν κ’ εφόνευσαν εξ ενέδρας τον ταχυδρόμον και άλλους τινάς· και οι προύχοντες, συνελθόντες έπεμψαν εις Αμφισσαν και εις Λεβαδείαν πεζούς, ίνα μάθωσιν ακριβώς τα περί της επαναστάσεως. Την 24 Μαρτίου ήρξαντο να προπαρασκευάζωνται εις άμυναν, ανήγειραν προμαχώνας τινας κατ’ αντίκρυ του φρουρίου και αλλαχού, ιδίως επί των βράχων Κουτρούλη και Πλούτης και έθηκαν σκοπούς.
Ο δε Πανουριάς τότε αποκλείσας τους Τούρκους εντός του φρουρίου Σαλώνων και πολιορκήσας αυτούς τα και τους εξ Αιγίου ελθόντας, έπεμψεν απανταχού αποσπάσματα ίνα διεγείρωσι τους λαούς εις τα όπλα και φονεύσωσιν όσους δυνατόν πλειοτέρους Τούρκους.
Μεταξύ τούτων τα αποσπάσματά του εφόνευσαν, λέγει ο Τρικούπης, και τον ταχυδρόμον του εκ Σερρών Γιουσούφ Πασσά, ηγεμόνος της Ευβοίας, επανερχόμενον εξ Ιωαννίνων· ανέγνωσαν τα προς τας Τουρκικάς αρχάς γράμματά του, τα διαλαμβάνοντα, ότι φθάσας εις Βραχώριον ο Γιουσούφ και πληροφορηθείς τα εν Πάτραις, διέκοψε την πορείαν του και μετέβαινεν εκεί εις υπεράσπισιν των ομοπίστων. Πέμψας λοιπόν αμέσως ο Πανουριάς τας επιστολάς ταύτας προς τους εν Πάτραις επαναστάτας, κατέστησεν αυτούς προσεκτικούς και ενησχολείτο εις τα του τόπου. Ετεροι δε εκ των εφόρων, έσπευδον, ως είδομεν, αλλαχού, να προτρέψωσι και άλλους, ίνα μιμηθώσι το παράδειγμά των προς επανάστασιν.
Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος Διαπρεψάντων Ανδρών, υπό Αναστασίου Ν. Γούδα, τόμ. Η΄: Ηρωες της Ξηράς, Εν Αθήναις, Τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1876, σσ. 243-245.
27 Μαρτίου: Ελληνικές νίκες στην Καρύταινα
Σταις 27 εσηκώθηκα χαραυγή, με τα χαράματα και άφηκα τους Καρυτινούς καμμιά δεκαπενταριά νομάτους, κι εγώ έπιασα το στενό· την ίδια νύκτα που είμουν εις την Καρύταινα μου ήλθε είδησις από τον Παναγιώτη Γιατρόπουλο, ότι στείλε μας στράτευμα, διατί ημείς δεν εσυναχθήκαμε ακόμα· – παλιανθρωπιά.
Την αυτήν ημέραν ’πού εκίνησα, ήγουν 27, με έφθασε ένας ντεσκερές του μακαρίτου του Μπεϊζαντέ Ηλία, ότι έφθασε με 200 Σπαρτιάταις εις το Λεοντάρι, και του έγραψα, ότι να φθάση γλήγορα, γιατί σήμερο έχομε τουφέκι. Από εκεί οπού του έγραφα έως εις το Λεοντάρι είναι 4 ώραις τραβικταίς, και κατά τύχη έντεσε παλιάνθρωπος ο πεζός και δεν επήγε, που να φθάσουν εις τον πόλεμον· και εγώ επήγα εις το στενό, εις τον άγιο Αθανάσιο.
Την αυγή εξαγνάντησε το στράτευμα το Φαναρίτικο (οι Τούρκοι) μία ώρα αλάργα, και ο τόπος στενός, και φορτώματα, και εκρατούσε 2 ώραις ο μάκρος τους, η σειρά τους· και βλέποντάς μας ευθύς εμβήκαν το τουφέκι ομπροστά διά να πολεμίσουν, και ημείς είχαμε ταμπούρια και επολεμήσαμε 6 ώραις. Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε έναν πόλεμον, που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα· 300 ήτον οι πρώτοι, 1.700 οι Τούρκοι. Από ταις 6 ώραις έσωσαν τα φουσέκιά τους, ελαβώθηκε ο Βοϊδής, ο Δουράκης, εσκοτώθηκαν πέντε, έξη. Εις το μεσημέρι έσωσαν τα φουσέκια· μου λένε το στράτευμα, να τους ανοίξωμεν· – όμως τα Κολιόπουλα ήτον 6 ώραις μακρυά εις το ποτάμι του Ρουφιά, εις χωριό Τζούκα· εφύλαγαν διά τους Λαλαίους· ακούοντας το τουφέκι εκίνησαν πλην δεν έφθασαν (είχαν τετρακόσιους) εις την ώραν αλλ’ έπειτα από μισή ώρα. Οι Τούρκοι εσκοτώθηκαν 15, επολεμούσαν με καρδιά, διότι είχαν το βιότους και ταις γυναίκαις τους. Αν έφθαναν τα Κολιόπουλα, ο Γιωργάκης και ο Δημήτρης ήθελε χαλασθούν οι Τούρκοι.
Επήραν οι Τούρκοι την θέσιν μας· ακούοντας την μπατερία των Κολιαίων εβγήκαν αγνάντια να ιδούν. Βλέπωντας ότι μας έρχεται μεντάτι τότενες οι Σπαρτιάτες επήραν τους λαβωμένους και έμεινα με πολλά ολίγους. Ακούοντας την μπατερία, εφράξαμεν τον τόπον, να μην πέρασουν οι Τούρκοι από το γεφύρι, με 20 ανθρώπους. Εκούναγα το μπαϊράκι διά να με γνωρίσουν τα Κολιόπουλα· είχε πιασθεί ο λαιμός μου από ταις φωναίς της ημέρας. – Οι Τούρκοι βγαίνουν εις βοήθεια από το Κάστρο, διώχνουν εκείνους οπού ήτον στην χώρα. – Κυνηγούμε τους Τούρκους με τα γυναικόπαιδα, 500 ψυχαίς εχάθηκαν εις το ποτάμι της Καρύταινας, μην ειμπορώντας ν’ απεράσουν από το γεφύρι, το οποίον το είχαμε πιασμένο. Οι Ελληνες έπερναν τα ζώα, τα άτια όλα λαβωμένα. Δεν τους εχώραε το Καστράκη, και ήτον απέξω σαν το μελίσσι (η πρώτη νίκη κατά Τούρκων – των Καλαβρύτων πρώτα).
Ημείς τους πολιορκήσαμεν. Μετά το εσπέρας έφθασε και ο Ηλίας Μπεϊζαντές από το Λεοντάρι, σταις 28 ήλθε και ο Κανέλος με 200 Καρυτινούς. Ο Αναγνωσταράς και ο Παπαφλέσσας εκίνησαν διά την Αρκαδία με 500 ανθρώπους. Σαν οι Αρκαδιανοί ήτον φευγάτοι, εγύρισαν και ήλθαν εις την Καρύταινα με 1.000. Σε 2 ημέραις εγινήκαμε 6.000.
Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν, Τύποις Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1846, σσ. 56-58.
27/28 Μαρτίου: Προκήρυξις του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Γερουσίας
Ως ο Γερμανός μετά των προκρίτων Ανδρέου Ζαΐμη, Ανδρέου Λόντου, Βενιζέλου Ρούφου, Προκοπίου, Σωτηράκη (ούτος ην εκ Βοστίτζης) και Παπαδιαμαντοπούλου απετέλεσαν επιτροπήν, ούτως οι εν Μεσσηνία αρχηγοί και πρόκριτοι απετέλεσαν Γερουσίαν, τοπικόν δηλονότι συμβούλιον μέλλον να εδρεύη εν Καλάμαις και να διευθύνηται υπό του Πετρόμβεη. Οι άνδρες ούτοι εξέδωσαν υπό χρονολογίαν 27/9 Απριλίου προκήρυξιν προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς αιτιολογούσαν την σταθεράν αυτών απόφασιν να αποσείσωσι διά παντός τον τουρκικόν ζυγόν και εξαιτουμένην την συνδρομήν της ευρωπαϊκής φιλανθρωπίας (όπλα, χρήματα και συμβουλάς), ανθ’ ων παρέσχον οι αρχαίοι Ελληνες υπηρεσιών εις την μόρφωσιν του ανθρωπίνου γένους, και διαβεβαιούσαν ότι η Ελλάς εν κρείττοσιν ημέραις έμελλε να δείξη εντίμως την ευγνωμοσύνην αυτής.
ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ ΠΡΟΣ ΤΑΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑΣ ΑΥΛΑΣ
Εκ μέρους του Αρχιστρατήγου των Σπαρτιατικών στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλου και της Μεσσηνιακής Γερουσίας τη εν Καλαμάτα.
Ο ανυπόφορος ζυγός της οθωμανικής τυραννίας εις το διάστημα ενός και επέκεινα αιώνος κατήντησεν εις μίαν ακμήν, ώστε να μη μείνη άλλο εις τους δυστυχείς Πελοποννησίους Ελληνας, ειμή μόνον φωνή, και αυτή διά να ωθή κυρίως τους εγκαρδίους αναστεναγμούς των. Εις τοιαύτην όντες αθλίαν κατάστασιν, στερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα όπλα και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων. Πάσα προς αλλήλους φατρία και διχόνοια, καρποί της τυραννίας, απερρίφθησαν εις τον βυθόν της λήθης, και άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας.
Αι χείρες μας, αίτινες ήσαν δεδεμέναι μέχρι του νυν από τας σιδηράς αλύσσους της βαρβαρικής τυραννίας, ελύθησαν ήδη και έλαβον τα όπλα κατά των τυράννων. Οι πόδες μας, οι περιπατούντες εν νυκτί και ημέρα εις τας αγγαρεύσεις της ασπλαγχνίας, τρέχουν εις απόκτησιν των δικαιωμάτων μας. Η κεφαλή μας, η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον σκληρόν ζυγόν, τον απετίναξεν και άλλο δεν φρονεί ειμή την ελευθερίαν. Η γλώσσα μας, η αδυνατούσα εις το να προφέρη λόγον εκτός των ανωφελών παρακλήσεων προς εξιλέωσιν των τυράννων, κράζει τώρα μεγαλοφώνως και κάμνει να αντηχή ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της ελευθερίας. Εν ενί λόγω απεφασίσαμεν ή να ελευθερωθώμεν, ή να αποθάνωμεν.
Διό παρακαλούμεν την συνδρομήν όλων των εξευγενισμένων Ευρωπαϊκών γενών, ώστε να δυνηθώμεν να φθάσωμεν ταχύτερον εις τον ιερόν και δίκαιον σκοπόν μας, και να λάβωμεν τα δίκαιά μας, και να αναστήσωμεν το τεταλαιπωρημένον Ελληνικόν γένος μας. Δικαίω τω λόγω η μήτηρ μας Ελλάς, εκ της οποίας και σεις εφωτίσθητε, απαιτεί όσον τάχιστα την φιλάνθρωπον συνδρομήν σας και διά χρημάτων και διά όπλων και διά συμβουλών, των οποίων είμεθα ευέλπιδες, ότι θέλει αξιωθώμεν, και ημείς θέλομεν σας ομολογεί άκραν υποχρέωσιν, και εν καιρώ θέλομεν δείξει πραγματικώς την υπέρ της συνδρομής σας ευγνωμοσύνην μας.
Εν τω Σπαρτιατικώ στρατοπέδω της Καλαμάτας, τη 25 Μαρτίου 1821
Πέτρος Μαυρομιχάλης, Ηγεμών και Αρχιστράτηγος, και η Μεσσηνιακή Γερουσία εν Καλαμάτα
Γουσταύου Φρειδερίκου Χέρτσβεργ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφρασις Παύλου Καρολίδου, τόμ. Α’, Εν Αθήναις, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, σ.σ. 59-60.
28 Μαρτίου: Υψώνεται η σημαία της Επανάστασης στο Λιδωρίκι.
Γνωσθείσης της πολιορκίας των Σαλώνων, ο Δήμος Καλτσάς, οπλαρχηγός του Λιδωρικίου και Μαλανδρίνου, συννοηθείς μετά του Αναγνώστη Λιδωρίκη, του Παπά Γεωργίου Πολίτη, και λοιπών προεστώτων των δύο επαρχιών, έχων και αυτός 60 αρματωλούς και συμπαραλαβών τους δυναμένους να φέρωσιν όπλα χωρικούς, ύψωσε την σημαίαν της Ελευθερίας την 28 Μαρτίου· και αυτός μεν εισήλθε την αυτήν ημέραν υπό τον ήχον των τυμπάνων εις Λιδωρίκι, απέστειλε δε τον οπλαρχηγόν του Θεοδωρήν Χαλβαντσήν εις Μαλανδρίνον. Οι Τούρκοι και οι εν Λιδωρικίω και οι εν Μαλανδρίνω εκλείσθησαν εντός τινων οικιών, και αντέστησαν· αλλά μετά δύο ημέρας, αφ’ ου εφονεύθησάν τινες αυτών, κατέθεσαν τα όπλα και παρεδώθησαν ως και οι εν Σαλώνοις.
Σπυρίδωνος Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Α΄, έκδοσις δευτέρα, Εν Λονδίνω, Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου, 1860, σελ. 172.
Γνωσθείσης της πολιορκίας των Σαλώνων, ο Δήμος Καλτσάς, οπλαρχηγός του Λιδωρικίου και Μαλανδρίνου, συννοηθείς μετά του Αναγνώστη Λιδωρίκη, του Παπά Γεωργίου Πολίτη, και λοιπών προεστώτων των δύο επαρχιών, έχων και αυτός 60 αρματωλούς και συμπαραλαβών τους δυναμένους να φέρωσιν όπλα χωρικούς, ύψωσε την σημαίαν της Ελευθερίας την 28 Μαρτίου· και αυτός μεν εισήλθε την αυτήν ημέραν υπό τον ήχον των τυμπάνων εις Λιδωρίκι, απέστειλε δε τον οπλαρχηγόν του Θεοδωρήν Χαλβαντσήν εις Μαλανδρίνον. Οι Τούρκοι και οι εν Λιδωρικίω και οι εν Μαλανδρίνω εκλείσθησαν εντός τινων οικιών, και αντέστησαν· αλλά μετά δύο ημέρας, αφ’ ου εφονεύθησάν τινες αυτών, κατέθεσαν τα όπλα και παρεδώθησαν ως και οι εν Σαλώνοις.
Σπυρίδωνος Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Α΄, έκδοσις δευτέρα, Εν Λονδίνω, Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου, 1860, σελ. 172.
Η άλωση του φρουρίου της Μονεμβασιάς από τους Ελληνες. Χρωμολιθογραφία του Αλ. Ησαΐα, 1839 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
28 Μαρτίου: Πολιορκία κάστρου Μονεμβασιάς
Εις δε Μονεμβασίαν αφού Μανιάται υπό τους Ντσανετάκην Γρηγοράκην Πιεράκον και Γρηγοράκον, εφάνησαν από της 28 Μαρτίου περί την Μονεμβασίαν, την επιούσαν ήλθον επίσης εκείσε και 250 Τζάκονες εκ Πραστού υπό τους Γ. Μιχαλάκην και Θ. Γούλελον. Οθεν οι εις τα πέριξ χωρία διεσπαρμένοι Τούρκοι συνήχθησαν εν φρουρίω· εισήλθον δ’ εν αυτώ και 50-60 οικογένειαι Μπαρδουνιωτών χάριν ασφαλείας, ως είρηται.
Εις δε Μονεμβασίαν αφού Μανιάται υπό τους Ντσανετάκην Γρηγοράκην Πιεράκον και Γρηγοράκον, εφάνησαν από της 28 Μαρτίου περί την Μονεμβασίαν, την επιούσαν ήλθον επίσης εκείσε και 250 Τζάκονες εκ Πραστού υπό τους Γ. Μιχαλάκην και Θ. Γούλελον. Οθεν οι εις τα πέριξ χωρία διεσπαρμένοι Τούρκοι συνήχθησαν εν φρουρίω· εισήλθον δ’ εν αυτώ και 50-60 οικογένειαι Μπαρδουνιωτών χάριν ασφαλείας, ως είρηται.
Των δ’ εν Μονεμβασία Τούρκων, οι πλείστοι ήσαν πτωχοί, εξωμόται οι πλείους, εργαζόμενοι την γην ως και οι χριστιανοί, και την Οθωμανικήν γλώσσαν μη γνωρίζοντες πλην ολίγων τυπικών λέξεων· και η πενία των κατήντησε παροιμιώδης· διότι ελέγετο ότι ενός μπινισίου (επενδύτου) και ενός καβουκίου (πίλου) και αυτών πεπαλαιωμένων, ως στολής αναγκαίας προς παράταξιν ή συνάθροισίν τινα των αγάδων ήσαν πλείονές τινες συνιδιοκτήται και ελάμβανον αυτά αλληλοδιαδόχως και κατά σειράν, ο δε ενδυόμενος δι’ αυτών επορεύετο εις το ντσαμί, είτα και εις το καφενείον την Παρασκευήν, διά να αγαδευθή (φανή ότι είναι αγάς)· και τούτο μεν σαρκαστικόν, αλλ’ οπωσδήποτε οι εν Μονεμβασία Τούρκοι συνέζων ειρηνικώς και εν ισότητι κατά τα άλλα με τους χριστιανούς εις τον κοινωνικόν και ιδιωτικόν των βίον.
Μ’ όλον τούτο, ιδόντες και αυτοί την τοιαύτην ένοπλον συνάθροισιν και εξέγερσιν των ραγιάδων, διά να κάμωσι και αυτοί επίδειξιν ότι είναι αγάδες, οπλισθέντες ημέραν τινά έως 450, και διαιρεθέντες εις τρία, εξήλθον μέχρι Συκιάς, Αγίου Νικολάου και Φοινικίου, και απετάθησαν εις τους κατοίκους συμβουλευτικώς περί ειρηνεύσεως και ησυχίας δι’ υποταγής εις την Σουλτανικήν εξουσίαν· αλλ’ οι Ελληνες τούς απεδίωξαν προτρεπτικώς και επί τέλους τους εκτύπησαν, και εφόνευσαν τότε εξ αυτών 4 και επλήγωσαν 7· αλλά και αυτοί επιστρέφοντες εις το φρούριον συνέλαβον τινας Ελληνας καθ’ οδόν ως αιχμαλώτους. Εισελθόντες δε, κατέστρεψαν την γέφυραν, δι’ ης ωσεί νησιώται απεσπασμένοι της στερεάς, εκοινώνουν δι’ αυτής. Ουχ’ ήτον δε με τους εντός της Μονεμβασίας γείτονάς των χριστιανούς συνέζων εν ειρήνη οικογενειακή ασφαλείς όντες εν τω φρουρίω άλλως· δεν επρομηθεύθησαν όμως και από τροφάς αναλόγους, άνευ των οποίων η ασφάλεια ήτο πρόσκαιρος, καταναλίσκοντες δ’ ας είχον ησύχαζον ελπίζοντες ταχείαν εμφάνισιν θαλασσίας Σουλτανικής δυνάμεως προς εφοδίασιν του φρουρίου, καθ’ ας εκ Ναυπλίου ελάμβανον επιστολάς ενθαρρυντικάς και επελπιστικάς.
Περί δε τα μέσα Μαΐου λαβόντες εκείθεν και επιστολάς χαροποιάς περί της ελεύσεως, πορείας και των ευτυχών κατορθωμάτων του Κεχαγιάμπεη, και ενθουσιασθέντες διενοήθησαν να πράξουν και αυτοί λόγου τι άξιον. Οθεν 140 επίλεκτοι εξελθόντες την 18 Μαΐου νυκτός, κατέλαβον την παλαιάν Μονεμβασίαν, ίνα επιπέσωσιν και αυτοί αίφνης εκ των οπισθίων κατά των πολιορκητών, εξέλθωσι δε και οι εν τω φρουρίω κατά μέτωπον, βάλωσιν ούτω αυτούς μεταξύ δύω πυρών και κατωρθώσωσιν ούτω την της πολιορκίας διάλυσιν. Αλλ’ οι πολιορκηταί προειδοποιηθέντες, απέκλεισαν εκεί τους 140, και τους ηνάγκασαν να παραδοθώσι αμαχητί, και ως αιχμάλωτοι να διασκορπισθώσιν εις τα χωρία. Ηλθον δε και πλοία εκ Σπετζών τρία εις πολιορκίαν του φρουρίου διά θαλάσσης, τα των Γ. Πάνου, Η. Θερμισιώτου και Γ. Κλίσια και ένα εκ Γυθείου, το του Μπουζουναρά. Τότε δα οι ισχυρώτεροι, ή αξιωματικοί εκ των Τούρκων, εσκέφθησαν και περί οικονομίας των τροφών. Οθεν λαβόντες αυτοί ας είχαν, ανέβησαν και εκλείσθησαν με αυτάς εις την ακρόπολιν, απαγορεύσαντες εις τους ενδεείς και στερουμένους τούτων Τούρκους την εις την ακρόπολιν είσοδον. Εμελέτησαν δε να φέρωσιν εν αυτή και κρατήσωσιν ως ομήρους και τους των χριστιανών εγκριτωτέρους, ή και διά να τους φονεύσωσιν ως ούτοι υπώπτευσαν. Οθεν συνεννοηθέντες οι τε χριστιανοί και Τούρκοι, οι εν τη πόλει, ανταλλάξαντες υποσχέσεις αμοιβαίας περί ασφαλείας οπωσδήποτε και αν αποβώσι τα πράγματα, διά των εν τω λαώ ισχυρών Τούρκων, εματαίωσαν το σχέδιον των πρώτων, κατορθώσαντες να άρωσι το εμπόδιον της εις την ακρόπολιν εισόδου, καταστήσαντες αυτήν εις πάντας τους Τούρκους κοινήν· ούτω δε πάλιν κοινώς καταναλίσκοντες τας τροφάς και καταναλισκόμενοι, απεφάσισαν κατά Ιούνιον να παραδώσωσιν εαυτούς και το φρούριον».
Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Αγών, υπό Μ. Οικονόμου του εκ Δημητσάνης, Γραμμ. του Γεν. Αρχ. της Πελοποννήσου, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Θ. Παπαλεξανδρή, 1873, σ.σ. 161-163.
29-30 Μαρτίου: Εναρξη της Επανάστασης στη Λιβαδειά
«Γενικώς ενομίζετο, ότι εκ των πρώτων, των περιστοιχούντων την σημαίαν της ελευθερίας, ήθελον είσθαι οι αρματωλοί των της Στερεάς επαρχιών, οίτινες και πρότερον ήδη είχον αγωνισθή υπέρ της ελευθερίας αυτών κατά του Αλή πασά. Αλλ’ αφ’ ενός μεν φόβος της δυνάμεως και του ονόματος του Αλή, αφ’ ετέρου δε η υποψία, μη οι περί τα Ιωάννινα αγωνιζόμενοι αντίπαλοι συνδιαλλαγώσιν αιφνιδίως, τέλος δε και η εγγύτης μεγάλων στρατιωτικών σωμάτων, περιέστειλε πάσαν ομόφρονα απόφασιν των αρματωλών. Και αυτοί οι Σουλιώται, οι προ πολλού τα της Εταιρίας μεμυημένοι, εδίσταζον ακόμη να λάβωσι καθαρώς επαναστατικήν θέσιν απέναντι της Πύλης. Και αν μεταξύ των αρματωλών ευρίσκετο πατριώτης ένθερμος, ως εν Λεβαδειά ο ανδρείος Αθανάσιος Διάκος (εκ Λιδωρικίου), όστις ήτο προ παντός αλλού πρόθυμος να δώση το σημείον της επαναστάσεως, πρόσκομμα εις τούτο τω ήτο η διχόνοια των προκρίτων. Και όμως και εις αυτάς τας μακράν της Ηπείρου κειμένας επαρχίας της ανατολικής Ελλάδος εξερράγη αίφνης καθ’ ην ημέραν εκινήθησαν οι Μανιάται η υποκαίουσα πυρκαϊά. Εν τη επαρχία των Σαλώνων συνεκάλεσεν ο οπλαρχηγός Πανουργιάς τους προκρίτους της χώρας και της πόλεως (24/5 Απριλίου) εις την μονήν του Προφήτου Ηλιού, και απέστειλε συγγενείς του τινάς προς στρατολογίαν· εκ των απεσταλμένων τούτων εις ήτο και ο μετά ταύτα πολλάκις αναφερόμενος Ιωάννης Γούρας, όστις έμελλε να τεθή επί κεφαλής των Γαλαξειδιωτών, οίτινες προτροπή των Πατρέων, μεθ’ ων ευρίσκοντο εις εμπορικάς σχέσεις, επόθουν ν’ αποτινάξουν τον τουρκικόν ζυγόν. Μετά δύο ημέρας συνηθροίσθησαν υπό τον Πανουργιάν 600 οπλοφόροι, οίτινες πολιορκήσαντες το φρούριον των Σαλώνων, ένθα είχον κλεισθή οι εκ της πόλεως και των περιχώρων Τούρκοι το ηνάγκασαν να παραδοθή. Συγχρόνως επανέστη και ο Διάκος εν Λεβαδεία, κατέλαβε τας προς την πρωτεύουσαν αγούσας οδούς και διόδους, συνεφιλίωσε τους προκρίτους, εισέβαλεν (30/11 Απριλίου) εις την πόλιν, και εν αυτή επολέμησεν επί πέντε όλας ημέρας κατά οκτακοσίων Τούρκων και Αλβανών, έκλεισεν αυτούς εντός του φρουρίου και ηνάγκασε τούτο, μετά ματαιωθείσαν έφοδον, διά της πείνης και δίψης να παραδοθή. Είτα δε απήλθε μετά εξακοσίων ανδρών εις τας Θερμοπύλας, ένθα εν τη επαρχία της Λαμίας ηγέρθη ο οπλαρχηγός Ιωάννης Δυοβουνιώτης, όστις επολιόρκησε (8/20 Απριλίου) την Βοδωνίτσαν, και ηνάγκασε και το φρούριον αυτής να παραδοθή».
Ιστορία της Επαναστάσεως και Αναγεννήσεως της Ελλάδος, συγγραφείσα υπό Γ. Γ. Γερβίνου, μεταφρασθείσα δε από του πρωτοτύπου υπό Ιωάννου Η. Περβανόγλου, τόμ. Α΄, Αθήνησι, Εκ του Τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως,1864, σ.σ. 208-209.
Ο Αθανάσιος Διάκος οδηγεί τους Δερβενοχωρίτες στη μάχη. Λιθογραφία του Peter von Hess, 1852 (λεπτομέρεια – Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
«Νέος όμως αγαθός, φιλελεύθερος, και ανδρείος, δεν ηδύνατο να μένη επί πολύ πλησίον τυράννου οίος ο Αλής. Ουχί μόνον ηπείθει ο Διάκος οσάκις διετάττετο να πράξη τι παρά την συνείδησίν του· αλλά και άλλους εζήτει να παρακωλύσει όπως μη υπακούωσιν εις διαταγάς αδίκους και σκληράς.
Ταχέως λοιπόν παρήτησε την αυλήν του τυράννου των Ιωαννίνων, και ηκολούθησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ότε διωρίσθη τω 1816 παρά του Αλή οπλαρχηγός της Λεβαδείας. Αναγκασθέντος όμως βραδύτερον του Οδυσσέως να παραιτηθή της αρχηγίας, και μεταβή εις Λευκάδα, ένθα συμφέροντα του Ελληνισμού υπέρτατα τον εκάλουν, συνέστησε τον Διάκον εις τους κατοίκους της επαρχίας Λεβαδείας, οίτινες παμψηφεί εξελέξαντο αυτόν αρχηγόν των όπλων της επαρχίας των. Ως τοιούτος δε διετέλει, ότε την εν ταις ηγεμονίαις επανάστασιν ηκολούθησεν η της Πελοποννήσου, την οποίαν εμιμήθη αμέσως η πατρίς του Διάκου και του Πανουργιά.
Τωόντι πρώτος μετά τον Πανουριάν ασπασθείς ο Διάκος την εκ Πελοποννήσου διαταγήν του Αρεως, ύψωσε την σημαίαν της επαναστάσεως, και ταχύς ερρίφθη κατά των εν Λεβαδεία Τούρκων, οίτινες κατακλεισθέντες μετά των γυναικών και τέκνων εις την ακρόπολιν, ηναγκάσθησαν μετά παρέλευσιν οκταημέρου να παραδοθώσιν. Ητο η πρώτη Απριλίου ότε υψώθη η Ελληνική σημαία εκεί.
“Τούτων γενομένων, αφηγείται αυτόπτης ιστορικός, συνηθροίσθησαν οι Λεβαδειείς άπαντες κατά την θέσιν της Αγίας Παρασκευής, και την επανάστασιν αυτών καθηγίασαν διά της λαμπροτέρας και ενθουσιαστικωτέρας εκκλησιαστικής τελετής. Εις μητροπολίτης ο Αθηνών Διονύσιος, και δύο επίσκοποι ο Ταλαντίου Νεόφυτος, και ο Αμφίσσης Ησαΐας εκόσμουν αυτήν, ευλογούντες το πλήθος και την σημαίαν της ελευθερίας. Εν δε τη αδελφική και παρρησιαστική ταύτη ενότητι και συμπνοία του τε ιερού κλήρου, των προκρίτων και των στρατιωτικών, οι πάντες πεποίθησιν εσηχημάτισαν πλήρη, ότι ο Θεός θέλει την ανάστασιν της Ελλάδος”. Και ιδού ανακηρύσσονται ομοφώνως παρά τε των αρχιερέων, του λαού, και των αποστόλων της Εταιρίας, Αθανασίου Ζαρείφη και Δήμου Αντωνίου, της μεν Ανατολικής Ελλάδος “Κόνσολοι” ο Νικόλαος Νάκος, ο Ιωάννης Στάμου Λογοθέτης και ο Ιωάννης Φίλωνος· της δε Λεβαδείας, προτάσει των Κονσόλων, “Κολονέλος” ο Διάκος, και πεντακοσίαρχοι ο Βούσγος, Ιωάννης Λάπας, Μήτρος Τριανταφυλλήνας και Νικόλας Σιμαρέσης. Τότε ο Διάκος εσχημάτισε την σημαίαν αυτού, χρώμα μέν φέρουσα λευκόν σύμβολον, δε τον άγιον Γεώργιον και επιγραφήν μεγάλοις γράμμασιν “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ”.
Το πρώτον μέλημα του Διάκου δεν ήτο βεβαίως άλλο, ή πώς ταχύτερον να υψωθή η σημαία της επαναστάσεως και εις τας άλλας της Ανατολικής Ελλάδος επαρχίας. Ανέπτυξε δε προς τούτο δραστηριότητα τη αληθεία αξιοθαύμαστον».
Οι ένδοξοι Ελληνες του 1821 ή Οι πρωταγωνισταί της Ελλάδος, υπό Αγαπητού Σ. Αγαπητού, τόμ. Α΄, Εν Πάτραις, Τυπογραφείον Α. Σ. Αγαπητού, 1877, σ.σ. 283-284.
«Η επαρχία αύτη [Λειβαδιά] είχε δυσαρεστηθή κατά του Καπετάνου της Οδυσσέως Ανδρούτσου διά την επί του Αλή Πασσά διαγωγήν του, και είχεν εκλέξει αντ’ αυτού τον Αθανάσιον Διάκον, καταγόμενο από την Επαρχίαν Δωρίδος και χρηματίσαντα επί πολλά έτη αρματωλόν. Διεκρίνετο δε ο Διάκος διά την γενναιότητα της ψυχής του, το ευειδές και ιλαρόν του προσώπου του, και μάλιστα διά τον ζήλον και πατριωτισμόν προς απελευθέρωσιν της πατρίδος· ούτω λοιπόν ο μεν Οδυσσεύς είχεν αναχωρήσει μετά της Οικογενείας του εις την Ιθάκην, ο δε Διάκος εκλεχθείς έλαβε την Καπετανίαν της Λεβαδείας και Λοκρίδος. Τον οπλαρχηγόν τούτον οι περιφερόμενοι εν τη Ανατολική Ελλάδι απόστολοι της Εταιρίας, Δρόσος Μανσόλας, Ζαρίφης και άλλοι, κατήχησαν ομού με τους λοιπούς οπλαρχηγούς της Στερεάς· όλων όμως υπερείχεν ο Διάκος κατά την φρόνησιν και την απαραδειγμάτιστον γενναιότητα και ευτολμίαν. Συσσωματωθείς λοιπόν με τους υπ’ αυτόν αρματωλούς και άλλους εκ των χωρικών, όσους ηδυνήθη να παραλάβη υπό την οδηγίαν του και να τους οπλίση, εισήλθε μετ’ αυτών εις την πόλιν της Λεβαδείας την 29-30 Μαρτίου του 1821, και την εκυρίευσεν, οι δε εν αυτώ κάτοικοι οθωμανοί μετά τινων υπό τον Βοϊβόδαν Αλβανών απεσύρθησαν εις το φρούριον, ο αριθμός δε τούτων δεν υπερέβαινε τους 300 άνδρας, υποχρεωθέντας διά της πολιορκίας να παραδοθώσι δι’ έλλειψιν τροφών».
Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, υπό Λάμπρο Κουτσονίκα, τόμ. Β΄, Αθήναι, Τύποις του «Ευαγγελισμού» Δ. Καρακατζάνη, 1864, σ.σ. 47-48.
29 Μαρτίου: Μάχη εις το Μεσοχώρι έξω της Μεθώνης
Τη 29 Μαρτίου κινήσαντες εκ των Φιλιατρών οι Τριφύλιοι προς αποκλεισμόν της Πύλου και Μεθώνης, απήντησαν προ του φρουρίου της πρώτης και εν αποστάσει μιας ώρας περί τους τετρακοσίους Αρκαδίους Τούρκους, επιστρέφοντες εις την Κυπαρισσίαν, καθ’ ο είχον σχέδιον. Ενόπλους καθ’ εαυτών και υπό σημαίας αναπεπταμένας βλέπουσιν ήδη οι Τούρκοι εκείνους, υπέρ ων, ως πιστών υπολαμβανομένων ραγιάδων, απέλυσαν και έγγραφον, καθ’ ην ανεχώρουν ημέραν εκ της Κυπαρισσίας. Αλλά νομίζοντες και πάλιν, ότι απάτη και παραφορά ώθησαν εις τα όπλα τους χθες ταπεινούς δούλους εαυτών, ή υποκρινόμενοι και δοκιμάζοντες, διότι έβλεπον αυτούς πολυαριθμοτέρους, απέτειναν ηγεμονικώ τω τρόπω, τους ακολούθους λόγους: «Βρε ραγιάδες, γυρίστε πίσω στα σπήτιά σας, και μη σας σήκωσ’ ο Θεός τον νου. Πού είναι οι Κιράλιδες [σ.σ. Ευρωπαίοι βασιλιάδες] και η φραγκιά, που πολεμάνε για σας ξηράς και πελάγου; Εμείς δεν τους βλέπουμε. Και σεις μονάχοι θα φάτε τα κεφάλια σας, δόλιοι, θα χαθήτε και σας λυπόμαστε». Αποκριθέντων όμως των Τριφυλίων διά των πυροβόλων και δι’ ύβρεων των αυθαδεστέρων, απεσύρθησαν μετά τινα ακροβολισμόν, ον επεχείρησαν ως δοκίμιον μάλλον του θάρρους των Ελλήνων, ή της τύχης των όπλων εαυτών.
Αυθημερόν έτεροι οκτακόσιοι Τριφύλιοι, φθάσαντες υπό διαφόρους υφοπλαρχηγούς των χωρίων και τον Πονηρόπουλον, ηύξησαν την δύναμιν των πρώτων μέχρι χιλίων και εξακοσίων. Τότε οι μεν πλείους ετοποθέτησαν εν θέσει τινί πετρώδει και οχυρά απέναντι της Πύλου και εν αποστήματι ενός περίπου τρίτου της ώρας· τριακόσιοι δε υπό τον Δούφαν κατέλαβον το Παλαιοχώρι ή Μεσοχώρι, τρία τέταρτα της ώρας αφιστάμενον του φρουρίου της Μεθώνης. Τη δ’ επιούση, 30 Μαρτίου, αφίκετο μετά εκατόν ογδοήκονταν Πυλίων και Μεθωναίων υπό τον Γεώργιον Οικονομίδην και Γεωργακόπουλον ο Μεθώνης Γρηγόριος. Ην δε ούτος εις των χρησίμων ανδρών της εποχής, επιβάλλων τοις λαοίς των επαρχιών εκείνων και την υπακοήν προς εαυτόν και το καθήκον προς τον πόλεμον. […] Αμέσως δε ανεκήρυξεν αυτόν αρχηγόν των δύο πολιορκιών Πύλου και Μεθώνης ο εκεί στρατός· και ούτω μετά τον μητροπολίτην Γερμανόν και τον επίσκοπον Θεοδώρητον ελογίζετο ούτος τρίτος εκ της τάξεως των ισχυρών αρχιερέων κατά την Πελοπόννησον. […]
Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος, τόμ. 3, Αθήνα, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, 1860, σ.σ. 157-158.
Τη 29 Μαρτίου κινήσαντες εκ των Φιλιατρών οι Τριφύλιοι προς αποκλεισμόν της Πύλου και Μεθώνης, απήντησαν προ του φρουρίου της πρώτης και εν αποστάσει μιας ώρας περί τους τετρακοσίους Αρκαδίους Τούρκους, επιστρέφοντες εις την Κυπαρισσίαν, καθ’ ο είχον σχέδιον. Ενόπλους καθ’ εαυτών και υπό σημαίας αναπεπταμένας βλέπουσιν ήδη οι Τούρκοι εκείνους, υπέρ ων, ως πιστών υπολαμβανομένων ραγιάδων, απέλυσαν και έγγραφον, καθ’ ην ανεχώρουν ημέραν εκ της Κυπαρισσίας. Αλλά νομίζοντες και πάλιν, ότι απάτη και παραφορά ώθησαν εις τα όπλα τους χθες ταπεινούς δούλους εαυτών, ή υποκρινόμενοι και δοκιμάζοντες, διότι έβλεπον αυτούς πολυαριθμοτέρους, απέτειναν ηγεμονικώ τω τρόπω, τους ακολούθους λόγους: «Βρε ραγιάδες, γυρίστε πίσω στα σπήτιά σας, και μη σας σήκωσ’ ο Θεός τον νου. Πού είναι οι Κιράλιδες [σ.σ. Ευρωπαίοι βασιλιάδες] και η φραγκιά, που πολεμάνε για σας ξηράς και πελάγου; Εμείς δεν τους βλέπουμε. Και σεις μονάχοι θα φάτε τα κεφάλια σας, δόλιοι, θα χαθήτε και σας λυπόμαστε». Αποκριθέντων όμως των Τριφυλίων διά των πυροβόλων και δι’ ύβρεων των αυθαδεστέρων, απεσύρθησαν μετά τινα ακροβολισμόν, ον επεχείρησαν ως δοκίμιον μάλλον του θάρρους των Ελλήνων, ή της τύχης των όπλων εαυτών.
Αυθημερόν έτεροι οκτακόσιοι Τριφύλιοι, φθάσαντες υπό διαφόρους υφοπλαρχηγούς των χωρίων και τον Πονηρόπουλον, ηύξησαν την δύναμιν των πρώτων μέχρι χιλίων και εξακοσίων. Τότε οι μεν πλείους ετοποθέτησαν εν θέσει τινί πετρώδει και οχυρά απέναντι της Πύλου και εν αποστήματι ενός περίπου τρίτου της ώρας· τριακόσιοι δε υπό τον Δούφαν κατέλαβον το Παλαιοχώρι ή Μεσοχώρι, τρία τέταρτα της ώρας αφιστάμενον του φρουρίου της Μεθώνης. Τη δ’ επιούση, 30 Μαρτίου, αφίκετο μετά εκατόν ογδοήκονταν Πυλίων και Μεθωναίων υπό τον Γεώργιον Οικονομίδην και Γεωργακόπουλον ο Μεθώνης Γρηγόριος. Ην δε ούτος εις των χρησίμων ανδρών της εποχής, επιβάλλων τοις λαοίς των επαρχιών εκείνων και την υπακοήν προς εαυτόν και το καθήκον προς τον πόλεμον. […] Αμέσως δε ανεκήρυξεν αυτόν αρχηγόν των δύο πολιορκιών Πύλου και Μεθώνης ο εκεί στρατός· και ούτω μετά τον μητροπολίτην Γερμανόν και τον επίσκοπον Θεοδώρητον ελογίζετο ούτος τρίτος εκ της τάξεως των ισχυρών αρχιερέων κατά την Πελοπόννησον. […]
Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος, τόμ. 3, Αθήνα, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, 1860, σ.σ. 157-158.
26 Μαρτίου – 4 Απριλίου: Τουρκικές βιαιότητες
«Η Πύλη είχεν από τινος καιρού ατελείς και συγκεχυμένας ιδέας περί της Εταιρίας και απέδιδεν ίσως την φαινομένην ανησυχίαν των ελληνικών πνευμάτων εις τας ραδιουργίας του αποστάτου Αλή· αλλά τα συλληφθέντα γράμματα του Υψηλάντου, ων κομισταί ήσαν ο Υππατρος και ο Αριστείδης [σημ. Απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας], δεν αφήκαν αμφιβολίαν περί της υπάρξεως και του σκοπού της Εταιρίας και περί της όσον ούπω ενάρξεως του επαναστατικού κινήματος. […]
Το ξίφος του σουλτάνου έπεσεν εν πρώτοις επί την κεφαλήν των εν Κωνσταντινουπόλει Ελλήνων την 22 Μαρτίου, καθ’ ην απεκεφαλίσθησαν ο Νικόλαος Σκαναβής, ο Μιχαήλ Μάνος πρώην διερμηνεύς του στόλου και γαμβρός του Σκαναβή, ο Θεόδωρος Ρίζος και ο Αλέκος υιός του Φωτεινού αρχιάτρου του αυθέντου της Μολδαυΐας. Τα πρώτα ταύτα σφάγια της σουλτανικής μανίας διεδέχθησαν άλλα την 26 και 27, ήγουν ο Λεβίδης ο και Τσαλίκης, ο Στεργιαννάκης Τσουρπατσόγλους, τρεις καλόγηροι, τρεις ταχυδρόμοι του αυθέντου της Μολδαυΐας και οκτώ άλλοι ολίγον γνωστοί. Την 3 Απριλίου έφθασε ταχυδρόμος εξ Αθηνών αναγγέλλων δι’ ων έφερε γραμμάτων, ότι απεστάτησεν όλη η Πελοπόννησος. Παράφρων έτι μάλλον έγεινεν ο σουλτάνος επί τη ειδήσει ταύτη, και ήρχισε να φονεύη απονώτερον.
Μέγας διερμηνεύς τω καιρώ εκείνω ήτον ο Κωστάκης Μουρούζης, ούτινος ο φιλογενέστατος οίκος διηνεκές και προσφιλές έργον είχε τον φωτισμόν των ομογενών του. Ο ανήρ ούτος, αν και κατείχεν υψηλήν θέσιν υπό την μάχαιραν έκειτο του δημίου, εις ουδέν τα καθ’ εαυτόν ελογίσθη προκειμένης της αναστάσεως της πατρίδος. Εν ω δε εισήρχετο μίαν των ημερών εις την Πύλην κατά το σύνηθες, τω εδόθη παρά πάσαν προσδοκίαν γράμμα του Υψηλάντου λέγον τα κατά τας ηγεμονείας συμβάντα, και θαρρύνον αυτόν, ως μεμυημένον τα της Εταιρίας, εις τον αγώνα. Ο Μουρούζης λαβών το γράμμα παρ’ αγνώστου και ενώπιον πολλών, και νομίσας ότι δεν έπρεπε να το αποκρύψη μήπως κινήση υποψίας, το εκοινοποίησε τω ρεήζ-εφέντη αποδίδων αυτό εις ραδιουργίαν, και επανήλθεν εις την οικίαν του ανενόχλητος· αλλά την 4 Απριλίου μεταπεμφείς παρά τω ρεήζ-εφέντη και αποσταλείς παρ’ αυτού εις τον αρχιβεζίρην απήχθη εκείθεν εις το Μπάμπι-Χουμαϊούν, και εκεί απεκεφαλίσθη φορών την στολήν του. Την αυτήν ημέραν απεκεφάλισεν η Πύλη και τον Αντωνάκην Τσιράν έμπροσθεν της οικίας του· εκρέμασε και άλλους οκτώ εν οις και τον τραπεζίτην του πρώην αυθέντου Αλεξάνδρου Σούτσου Δημήτριον Παπαρρηγόπουλον από του παραθύρου της οικίας του· […]»
Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Α΄, έκδοσις δευτέρα, Εν Λονδίνω, Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου, 1860, σσ. 75, 78-79.
«Η Πύλη είχεν από τινος καιρού ατελείς και συγκεχυμένας ιδέας περί της Εταιρίας και απέδιδεν ίσως την φαινομένην ανησυχίαν των ελληνικών πνευμάτων εις τας ραδιουργίας του αποστάτου Αλή· αλλά τα συλληφθέντα γράμματα του Υψηλάντου, ων κομισταί ήσαν ο Υππατρος και ο Αριστείδης [σημ. Απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας], δεν αφήκαν αμφιβολίαν περί της υπάρξεως και του σκοπού της Εταιρίας και περί της όσον ούπω ενάρξεως του επαναστατικού κινήματος. […]
Το ξίφος του σουλτάνου έπεσεν εν πρώτοις επί την κεφαλήν των εν Κωνσταντινουπόλει Ελλήνων την 22 Μαρτίου, καθ’ ην απεκεφαλίσθησαν ο Νικόλαος Σκαναβής, ο Μιχαήλ Μάνος πρώην διερμηνεύς του στόλου και γαμβρός του Σκαναβή, ο Θεόδωρος Ρίζος και ο Αλέκος υιός του Φωτεινού αρχιάτρου του αυθέντου της Μολδαυΐας. Τα πρώτα ταύτα σφάγια της σουλτανικής μανίας διεδέχθησαν άλλα την 26 και 27, ήγουν ο Λεβίδης ο και Τσαλίκης, ο Στεργιαννάκης Τσουρπατσόγλους, τρεις καλόγηροι, τρεις ταχυδρόμοι του αυθέντου της Μολδαυΐας και οκτώ άλλοι ολίγον γνωστοί. Την 3 Απριλίου έφθασε ταχυδρόμος εξ Αθηνών αναγγέλλων δι’ ων έφερε γραμμάτων, ότι απεστάτησεν όλη η Πελοπόννησος. Παράφρων έτι μάλλον έγεινεν ο σουλτάνος επί τη ειδήσει ταύτη, και ήρχισε να φονεύη απονώτερον.
Τουρκικές βιαιοπραγίες κατά χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη λίγες ημέρες μετά την έναρξη της Επανάστασης (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα).
Μέγας διερμηνεύς τω καιρώ εκείνω ήτον ο Κωστάκης Μουρούζης, ούτινος ο φιλογενέστατος οίκος διηνεκές και προσφιλές έργον είχε τον φωτισμόν των ομογενών του. Ο ανήρ ούτος, αν και κατείχεν υψηλήν θέσιν υπό την μάχαιραν έκειτο του δημίου, εις ουδέν τα καθ’ εαυτόν ελογίσθη προκειμένης της αναστάσεως της πατρίδος. Εν ω δε εισήρχετο μίαν των ημερών εις την Πύλην κατά το σύνηθες, τω εδόθη παρά πάσαν προσδοκίαν γράμμα του Υψηλάντου λέγον τα κατά τας ηγεμονείας συμβάντα, και θαρρύνον αυτόν, ως μεμυημένον τα της Εταιρίας, εις τον αγώνα. Ο Μουρούζης λαβών το γράμμα παρ’ αγνώστου και ενώπιον πολλών, και νομίσας ότι δεν έπρεπε να το αποκρύψη μήπως κινήση υποψίας, το εκοινοποίησε τω ρεήζ-εφέντη αποδίδων αυτό εις ραδιουργίαν, και επανήλθεν εις την οικίαν του ανενόχλητος· αλλά την 4 Απριλίου μεταπεμφείς παρά τω ρεήζ-εφέντη και αποσταλείς παρ’ αυτού εις τον αρχιβεζίρην απήχθη εκείθεν εις το Μπάμπι-Χουμαϊούν, και εκεί απεκεφαλίσθη φορών την στολήν του. Την αυτήν ημέραν απεκεφάλισεν η Πύλη και τον Αντωνάκην Τσιράν έμπροσθεν της οικίας του· εκρέμασε και άλλους οκτώ εν οις και τον τραπεζίτην του πρώην αυθέντου Αλεξάνδρου Σούτσου Δημήτριον Παπαρρηγόπουλον από του παραθύρου της οικίας του· […]»
Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Α΄, έκδοσις δευτέρα, Εν Λονδίνω, Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου, 1860, σσ. 75, 78-79.
31 Μαρτίου: Σφαγές χριστιανών στη Σμύρνη
«Πάσα πόλις τουρκική, κατοικουμένη ολοκλήρως ή κατά το πλείστον μέρος υπό Ελλήνων, υπέκειτο πάντοτε μεν υπό το ύποπτον όμμα της εξουσίας, εκάστοτε δε υπό τας αχαλινώτους ορμάς του όχλου. Παρά την τοιαύτην εξουσίαν και τον τοιούτον όχλον προσετίθεντο εν τισι τόποις και θεομανείς υπηρέται του μωχαμεθανισμού, ζητούντες εν ονόματι του ουρανού το αίμα των αθώων και πάσαν επιτρέποντες και προκαλούντες κακουργίαν κατά των Ελλήνων. Τούτων όλων πρόχειρον λαμβάνομεν παράδειγμα την Σμύρνην.
Επίσημος και αρχαία πόλις, ως και επίνειον, της Ιωνίας επί του Μέλητος ποταμού, σχηματίζουσα δε το τερπνότερον αμφιθέατρον εντός της ενδοτάτης γωνίας του ομωνύμου κόλπου, η Σμύρνη κατωκείτο επί της εποχής ταύτης υπό τριάκοντα και εκατόν χιλιάδων, και πλείστων Ελλήνων. Εντεύθεν επωνομάζετο παρά των Τούρκων “Γκιάουρ Ισμερί” (Απίστων Σμύρνη). Ο ελληνικός πληθυσμός ταύτης, φύσει και ήθει ωραίος, ευημερών και προαγόμενος διά της εμπορίας, της φιλεργίας και προ πάντων της ηθικής και της καλής πίστεως, αναδείκνυεν αυτήν υπέροχον μεταξύ των άλλων εν τη Ασία κοινωνιών. Ιδού οι κυριώτεροι λόγοι, δι’ ους, άμα κηρύξαντος του Υψηλάντου την επανάστασιν, υπέκειτο αύτη, ακίνητος μεν μένουσα, αλλά το κάρφος ούσα του τουρκισμού, ως “πόλις απίστων”, ως χώρα πλουσίων εμπόρων, εις όλας τας τραγικωτέρας περιπετείας.
Ο τουρκικός όχλος ωπλίσθη από της 23 Μαρτίου αυθαδέστερος, ή πρότερον, θηριωδέστερος προ πάντων, και επιρρεπής εν γένει προς παν είδος ωμότητος και αθεμιτουργίας. Προς μείζονα δ’ ατυχίαν προσετέθη επί της δεινοτάτης ταύτης εποχής και η μάστιξ δύο δερβισών, απόλυτον εχόντων την πρόθεσιν, ίνα μεταβάλωσι την Σμύρνην από χώρας απίστων εις χώραν πιστών. Ορμώμενοι ούτοι υπό μόνου θρησκευτικού μίσους, επαρουσιάσθησαν ως απεσταλμένοι δήθεν παρά του προφήτου, και περιφερόμενοι τας οδούς και τα άλλα δημόσια μέρη, ηρέθιζον διά παντός τρόπου τους Τούρκους, όπως εξαλείψωσι του “γκιαούρ Ισμιρλί” (απίστους Σμυρναίους), ως εχθρούς της μωαμεθανικής πίστεως και του τουρκικού κράτους. Ευτυχώς τινες των προκριτωτέρων και ισχυρωτέρων των εν Σμύρνη κατοίκων Τούρκων, διότι είχον μεγάλα τα συμφέροντα αυτών διά των κατοίκων Ελλήνων. Ευτυχέστερον δε ο μουτεσελήμης της πόλεως Μεχμέτ αγάς, σύμφωνος ευρεθείς προς τας διαθέσεις αυτάς των προκριτωτέρων, κατώρθωσε, προτροπή τούτων, όπως απομακρύνη εκείθεν τους δερβίσας διά τρόπου ευσχήμου και αφαιρέση ούτω την αφορμήν του σκανδάλου. Προσθετέον όμως, ότι πολλοί μεν των Σμυρναίων, και μάλιστα οι γνωρίζοντες τα της Εταιρίας, ήρξαντο αναχωρείν εκείθεν από της 28 Μαρτίου, ουδόλως κωλυούσης της εξουσίας· τινές δε εκ του τουρκικού όχλου εθανάτωσαν αυθαιρέτως εικοσιδύο Χριστιανούς τη 31 Μαρτίου, καθ’ ην διεδόθη η πρώτη ψευδής φήμη παρά τινων φιλοτούρκων και μισορθοδόξων περί κηρύξεως πολέμου ρωσσικού κατά της Τουρκίας. Η σφαγή ήδη ήρξατο από τινος δυστυχούς αρτοποιού, σκοπόν κύριον έχουσα, ίνα εμπνεύση τον τρόμον εις τους Ελληνας της Σμύρνης και προλάβη ούτω ενδεχόμενον επαναστατικόν κίνημα συνεπεία του ρωσσικού πολέμου. Τις όμως πιστεύει, ότι την περί πολέμου ρωσσικού φήμην ως αληθή υπεστήριζεν ο εκεί αγγλικός πρόξενος, ίνα μη διαφέρη του εν Πάτραις Φιλίππου Γρην, αδιαφορών, αν εκινδύνευον εκ τούτου όλοι οι Ελληνες της πόλεως; […] Αλλά η σφαγή των εικοσιδύο Ελλήνων ήτο η απαρχή άλλης και άλλων εν τω μέλλοντι μεγαλητέρων και αλλεπαλλήλων σφαγών. Την επανάστασιν της Πελοποννήσου μαθόντες τη 6 Απριλίου οι Τούρκοι, εχαιρέτησαν διά της εν τη αγορά σφαγής τριπλασίων Ελλήνων και διά της απειλής γενικής σφαγής. […] Τοσαύτη δ’ εγένετο η ταραχή εκ των νέων αυτών και αιφνιδίων φόνων, και τοσαύτη εγεννήθη η απελπισία ως εκ της επικειμένης γενικής σφαγής, ώστε και μητέρες τα τέκνα αυτών και τέκνα τας μητέρας αυτών ελησμόνησαν, ζητήσαντα σωτηρίαν εν τω λιμένι της Σμύρνης. Εκεί άνδρες κάτωχροι, εκεί ωρθωμένων τριχών γυναίκαι μετά νηπίων, εκεί νέαι ανυπόδητοι, πάλλουσαι και ασθμαίνουσαι, των βαρβάρων βοηδρομούντων μετά γυμνών μαχαιρών, ερρίπτοντο εν τη θαλάσση, ίνα σωθώσι της σφαγής ή του εξανδραποδισμού, ει μη προέφθανον εις τα πλοία. Τότε και γυναίκες, έγκυοι τυχούσαι, απέβαλον εν τω μέσω των οδών· αι δε άγριαι φωναί των βαρβάρων διωκόντων, και αι θρηνωδίες των διωκομένων επλήρουν τον ορίζοντα».
Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Επαναστάσεως, παρά Ιωάννου Φιλήμονος, τόμ. 3, Αθήνα, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, 1860, σσ. 239-240.
4 Απριλίου: Η Πύλη κατά Φιλικών και Φαναριωτών
«Κατά τον μήνα Μάρτιον πολλαί οικογένειαι ελληνικαί προαισθανόμεναι καλώς το επικείμενον αιματηρόν μέλλον είχον καταλίπει την Κωνσταντινούπολιν φεύγουσαι εις την αλλοδαπήν. Τη δε 22/3 Απριλίου ήρξαντο συχναί σφαγαί Ελλήνων συνωμοτών της Εταιρείας. Αι δε ειδήσεις αι περί των εν Πελοποννήσω φοβερών γεγονότων έδοσαν εις τα πράγματα νέον χαρακτήρα. Αι φυλακίσεις (εν αις και η των επισκόπων Δέρκων και Νικομηδείας και των μητροπολιτών Αδριανουπόλεως, Θεσσαλονίκης και Τυρνόβου) και αι κατ’ οίκον έρευναι επολλαπλασιάζοντο καθ’ εκάστην. Και νυν ήρξαντο σφαγαί πολυπληθών υψηλάς θέσεις κατεχόντων Φαναριωτών. Η πρώτη σφαγή ήτο η των ευνοουμένων του Ρώσου πρέσβεως, του μεγάλου διερμηνέως Μουρούζη αποκεφαλισθέντος τη 4/16 Απριλίου προ των οφθαλμών του Σουλτάνου εν επισήμω στολή και υπό την μεγάλην πύλην των ανακτόρων, κατά τα λεγόμενα ένεκα των προς τον βέην της Μάνης σχέσεων αυτού. Και ενώ πολλοί επίσημοι Ελληνες υπέκυπτον αλλεπάλληλοι εις την αυτήν τύχην, οι Τούρκοι ιεροσπουδασταί, οι σοφτάδες, ήρξαντο να βεβηλώσι τας ελληνικάς εκκλησίας, τουρκικά δε στρατεύματα πεμπόμενα εις Βάρναν εν τη διά των προαστείων παρά τον Βόσπορον πορεία αυτών διέπραττον παντοίας ωμότητας και βιαιότητας, ο δε όχλος καθίστατο καθ’ εκάστην ωμότερος και και απειλητικώτερος. Και αυτού του μέγα παρά τη Πύλη δυναμένου Αγγλου πρέσβεως η γυνή ερραπίσθη δημοσία παρ’ οθωμανίδος μεγαίρας, ηπειλήθησαν δε και αυταί αι κατοικίαι των Φράγκων και των ξένων πρέσβεων».
Γουσταύου Φρειδερίκου Χέρτσβεργ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφρασις Παύλου Καρολίδου, τόμ. Α΄, Εν Αθήναις, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, σσ. 99-100.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου