28 Μαρτίου 2021

Στ. Ράμφος: Φιλέλληνες και Ελληνες

Άρθρο του συγγραφέα και φιλοσόφου Στέλιου Ράμφου στην "Καθημερινή" με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταη του 1821. Το παραθέτουμε στη συνέχεια:

Εως τον 18ο αιώνα η Ελλάδα ήταν μια αδιάφορη επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας και το ενδιαφέρον γι’ αυτήν στην Ευρώπη ελάχιστο. Η άποψη για τους Ελληνες κυμαινόταν στα όρια της περιφρονήσεως, ενώ η εικόνα για τους Τούρκους ήταν θετική. Ομως μετά τα μέσα του 18ου αιώνα και με την έναρξη του 19ου το κλίμα στη Δύση μεταβάλλεται υπό την επίδραση του ρομαντισμού, ο οποίος δημιούργησε το πρότυπο της Αρχαίας Ελλάδος. Ανήγαγε την κλασική αρχαιότητα σε ιδανικό τελειότητος, άξιο μετρήσεως και μονόδρομο για την ευρωπαϊκή αυτοπραγμάτωση. Εν συνεχεία το προέβαλε στην ελλαδική ιστορική του προέκταση και στους Νεοέλληνες, οι οποίοι επεβίωναν τουρκοκρατούμενοι σε κατάσταση εξαθλίωσης. Οταν στην προϊούσα παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα ορλωφικά το 1770 ανέδειξαν τη δυνατότητα να ξεσηκωθεί η Ελλάδα, άρχισε να εξαπλώνεται στην Ευρώπη μία συμπάθεια, για τους Ελληνες, η οποία κατέληξε στο ρεύμα του φιλελληνισμού και συνέβαλε ιδιαίτερα στην εθνική μας ανεξαρτησία.

Ο ρομαντισμός προέκυψε ως αντίδραση προς την άτακτη κανονικότητα του κλασικισμού και του ορθολογισμού. Ηταν ένα πνευματικό κίνημα απελευθερώσεως του εγώ από την ξηρασία της λογιότητος, έθετε το συναίσθημα υπεράνω της λογικής, προέκρινε τη θέρμη της οικειότητος από την ψυχρότητα της αντικειμενικής ματιάς, αλλά κυρίως τον χαρακτήριζε η τάση της φυγής προς το άπειρο. Αντιλαμβανόταν το παρελθόν σαν ελευθερία που χάθηκε, ρίζα μιας ιδιοπροσωπίας η οποία καταχώθηκε και περιμένει από την ιστορική έρευνα να την αποκαλύψει. Παρέβλεπε ωστόσο πως και η γνώμη του παρελθόντος ενσωματώνεται στις εικόνες της και σ’ αυτή την περίπτωση, η σκέψη δεν διαφέρει πολύ από το όνειρο.

Ο ρομαντικός ονειρεύεται με ανοιχτά μάτια την πραγματικότητα της επιθυμίας του για αυθεντική ζωή. Ανικανοποίητος από τη λογική και τη γνώση, δημιουργεί μύθους και συνυπάρχει μαζί τους. Διεκδικεί ψυχική σχέση με τον κόσμο, πέρα των δεοντολογικών συμβάσεων, ενώ στη ρήξη του αυτή τον κεντρίζει το παράδειγμα της κλασικής τελειότητας. Κατασκευάζει έτσι ένα πιστεύω, βάσει του οποίου ό,τι προϋπήρξε, υπάρχει και τώρα περιμένοντας να το ελευθερώσουμε στον παρόντα χρόνο. Oχι για να εντοπίσουμε επακριβώς την ιστορική μας καταβολή, όσο επειδή μ’ αυτό τον τρόπο θα επιτύχουμε μια νέα συνοχή και νέο τρόπο υπάρξεως.

Η ανάσταση του παρελθόντος στο παρόν ζωντάνεψε τα ερείπια, εν είδει σοβαρού ενδιαφέροντος για τους Νεοέλληνες, τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια που τους στήριξαν ψυχικά στη μακραίωνη δουλεία.

Ολα τους υπονοούσαν συνειρμικά την αναγέννηση της αρχαίας στη νεότερη Ελλάδα και από κοινού με τα απομεινάρια του μεγάλου παρελθόντος ωθούσαν τα ρομαντικά πνεύματα στο όραμα της παλιγγενεσίας, η οποία περιλάμβανε καταστατικά και τον εαυτό τους.

Μη μας διαφεύγει πως με το ελληνικό ζήτημα οι ρομαντικοί φιλέλληνες αναζητούσαν ταυτότητα σε ένα ιδανικό ζωής. Πίσω από το πάθος τους και από τη θυσία τους για την Ελλάδα δρούσε τούτο το εφαλτήριο αίτημα, ασυμβίβαστο συνήθως με την ελληνοθωμανική πραγματικότητα. Το συναίσθημα που τους προκαλούσαν οι χειροπιαστοί Ρωμιοί στη φτώχεια, την οπισθοδρόμηση, τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους, ήταν μια στενόχωρη συμπόνια. Σε πολλούς από αυτούς η συμπόνια γρήγορα γύριζε σε απογοήτευση, θυμό και απόρριψη, αφού οι άνθρωποι τους οποίους συναντούσαν δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τις ιδανικές μορφές των προσδοκιών τους, καμιά άλλη αναφορά πέρα από τις ρομαντικές ψυχικές τους ανάγκες.

Παρόμοια ίσχυαν και για τους φιλελεύθερους, τους χριστιανούς, τους τέκτονες, τους επαναστάτες και για τους τυχοδιώκτες φιλέλληνες. Οι σχετικώς λιγότεροι, εκείνοι οι οποίοι, παρά τα αρνητικά τους βιώματα, προσαρμόζονταν, κατανοούσαν την υλική και ηθική έκπτωση ενός λαού, επί αιώνες υπόδουλου, και παρέμεναν, όπως ο Βύρων, προσφέροντας συνειδητά τον εαυτό τους στον αγώνα για την ανεξαρτησία του. Συντηρούσαν, ίσως αυτοθεραπευτικά, την ατομική τους προσμονή με την αγωνία των Ελλήνων.


Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι. Του Θεόδωρου Βρυζάκη. Από τη Βικιπαίδεια

Με δεδομένο το πνεύμα του κυρίαρχου τότε ρομαντισμού, μπορούμε να σκεφθούμε καθαρότερα τους φιλέλληνες και τη συνεισφορά τους. Υπηρέτησαν ως ιδανικό μιαν απελευθερωτική προσπάθεια, την οποία άρδευε ένα βαθύρριζο πλέγμα παραδόσεων και θρησκευτικής πίστεως, ερχόμενο κατευθείαν από το Βυζάντιο, με τιμητική εξαίρεση τη γλωσσική αναγωγή στην ελληνική αρχαιότητα. Από το Βυζάντιο κρατεί η πολιτισμική μας ανιστορικότητα, η καταθλιπτική επιβολή στις συνειδήσεις και στα ασυνείδητα ψυχαναγκαστικών συμπεριφορών, εγκλωβισμένων στη χρονικότητα της επαναλήψεως. Υπηρέτησαν το ελληνικό ιδανικό σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα: πολεμώντας και δημιουργώντας ένα συμβολισμό αναγεννήσεως νεωτερικής και κοπής, που κολάκευε απολύτως τη ματαιοδοξία μας. Τον δεξιωθήκαμε φιλοφρόνως, χωρίς όμως να διαθέτουμε και τα ανάλογα πολιτισμικά ερείσματα για να γίνει νεοελληνική ιδέα αναφοράς, πρόξενος ιστορικής συνειδήσεως. Επεβίωσε απλώς σαν ρητορεία, με έργο να συγκαλύπτει την εξάρτηση από άλλους, με τη φαντασίωση ότι όλοι μας χρωστούν.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν είναι άστοχο να υποστηρίξει κανείς πως οι φιλέλληνες συνέβαλαν με την πολιτική τους επιρροή, τον ενθουσιασμό τους και με το αίμα τους στην απελευθέρωση, αλλά με τις ιδέες τους διευκόλυναν, άθελά τους βέβαια, να βρουν πρόσφορο έδαφος και να αναπτυχθούν τα εγγενή στην ιδιοπροσωπία μας αντανακλαστικά του διχασμού. Ηταν τόσο έντονη η ψευδαίσθηση της μοναδικότητος που μας έκαναν να εσωτερικεύσουμε ώστε ακόμη μετά τόσα παθήματα, τη φυλάμε ως κόρην οφθαλμού στα «ασημικά» μας.

Η ψυχική εικόνα του εθνικού μεγαλείου, επέτρεψε στα συστήματα των δεσμών συγγενείας, εντοπιότητος και συμφερόντων να διεκδικούν κοινωνικο-πολιτικο-στρατιωτικά την ιδιοκτησία του νεωτερικού κράτους που ιδρύθηκε, με μιαν «αλήθεια» που διαιρεί και όχι που ενώνει. Το αποτέλεσμα ενίοτε είναι ένας παθογόνος κομματισμός, δύο ή περισσότεροι κόσμοι, με πλήθος υποκόσμους στην περιφέρεια και διαφορετικές ονομασίες κατά περίσταση, να συνυπάρχουν διαγκωνιζόμενοι ανελέητα για την εξουσία. Προφανώς, αντιτίθενται στις προγραμματικές τους κατευθύνσεις, αλλά –αυτό είναι το κρίσιμο– και τους δύο βαστάζει υποβρύχια η δογματολειτουργική συμπάγεια της ορθόδοξης ψυχής με τις χιλιαστικά εσχατολογικές της παραστάσεις, που γαλουχούν εν τέλει και αυτή την κοσμική ελπίδα μας. Η πίστη αρπάζεται από το τελετουργικό ελλείψει εσωτερικότητας. Του αποδίδουν μαγικές διαστάσεις και εκείνο λειτουργεί ως φραγή στην εσωτερική άνοιξη. Ετσι, ενώ φαινομενικά υπερισχύει το νέο, το παλαιό αποδεικνύεται ψυχικά εδραίο κλειστό παρόν, μεταμφιεζόμενο ακούραστα σε νέο.

Η ορθόδοξη καταβολή του τρόπου μας δεν διαθέτει αντισώματα για την περίπτωση, κι εμείς οι ίδιοι ακόμη δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς τι συμβαίνει. Είναι τέτοια η περιπλοκή ώστε δύσκολα διακρίνουμε το όμοιο από το ανόμοιο. Καταδικάζουμε το παρόν μας σε χρονικότητες παθητικότητος, στιγματισμένες από φθόνους, φιλαρχίες, μίσος, υποκρισίες, ιδιοτέλειες, εν ονόματι μάλιστα της προόδου και πορευόμαστε διακόσια χρόνια τώρα με απανωτές αναστάσεις και πτώσεις, με εποποιίες και δράματα, για ένα αλλιώς το οποίο αποκαλύπτεται σχεδόν πάντα ίδιο. Μιλούμε για ιστορία με ανιστορική συνείδηση και αφήνουμε εκεί να καλπάζει ελεύθερα ο συναισθηματισμός. Καθώς λείπουν οι αναστοχαστικές δυνάμεις που επιμένουν να κοιταχθούμε μέσα μας, μένει να φαντασιωνόμαστε το απολύτως ορατό και να φουσκώνουμε έτσι ναρκισσιστικά το εγώ μας.

Πηγή: kathimerini.gr


Σχετικές αναρτήσεις:
Τζον Κίτμερ: Ο Φιλελληνισμός, χτες και σήμερα
SZ: «Είμαστε όλοι Έλληνες»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου