Οι Πράσινοι καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό από ιδρύσεως του κόμματος, εξασφαλίζουν το 14,8% των ψήφων (118 βουλευτές) και αναδεικνύονται σε τρίτη δύναμη της Μπούντεσταγκ, της ομοσπονδιακής κάτω Βουλής.
Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) βελτιώνει τη θέση του, συγκεντρώνοντας το 11,5% των ψήφων (92 βουλευτές). Το ξενοφοβικό, ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) πέφτει από την τρίτη στην πέμπτη θέση, με το 10,3% των ψήφων (83 βουλευτές). Το κόμμα Η Αριστερά πέφτει στο 4,9% (39 βουλευτές).
Πόλος σταθερότητας στην εποχή της κυρίας Μέρκελ, η Γερμανία εισέρχεται σε πολύ πιο απρόβλεπτη φάση, ενόψει των δύσκολων διαπραγματεύσεων για να σχηματιστεί η επόμενη κυβέρνηση είτε υπό τους Σοσιαλδημοκράτες, που κέρδισαν αλλά με μικρή διαφορά, είτε υπό τους συντηρητικούς. Προς το παρόν, τίποτε δεν θεωρείται ακόμη πως έχει κριθεί στη χώρα. Διότι στη Γερμανία δεν είναι οι ψηφοφόροι που εκλέγουν απ' ευθείας τον επικεφαλής της κυβέρνησης, αλλά οι βουλευτές, μόλις σχηματίσουν μια πλειοψηφία.
Η πλειοψηφία αυτή είναι τούτη τη φορά ιδιαίτερα περίπλοκο να σχηματισθεί, γιατί θα πρέπει να συμμετάσχουν τρία κόμματα -κάτι που έχει να γίνει από τα χρόνια του 1950- λόγω του κατακερματισμού των ψήφων.
Ήδη, ο υποψήφιος των CDU/CSU Άρμιν Λάσετ κλείνει το μάτι για το ενδεχόμενο να σχηματιστεί κυβέρνηση «Τζαμάικα» (μαύρο, πράσινο και κίτρινο) με CDU/CSU, Πράσινους και FDP, το μοναδικό σχήμα στο οποίο ο καγκελάριος θα προέρχεται από την Ένωση. Από την πλευρά του, ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος Όλαφ Σολτς μιλά για κυβέρνηση «Φανάρι» ή «Φωτεινός σηματοδότης» (κόκκινο-πράσινο-κίτρινο) με SPD, Πράσινους και FDP. «Η παρτίδα πόκερ αρχίζει», όπως διαπιστώνει το περιοδικό Der Spiegel.
Για τους σοσιαλδημοκράτες, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι πολλοί πολίτες» ψήφισαν το SPD διότι «θέλουν μια αλλαγή κυβέρνησης και επίσης επειδή θέλουν ο επόμενος καγκελάριος να ονομάζεται Όλαφ Σολτς», δήλωσε ο 63χρονος πολιτικός.
Το ζήτημα είναι πως ο κεντροδεξιός αντίπαλός του, παρά το «απογοητευτικό» αποτέλεσμα, δεν είναι διατεθειμένος να καθήσει στα έδρανα της αντιπολίτευσης: «θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να οικοδομήσουμε μια κυβέρνηση με επικεφαλής της Ένωση» CDU-CSU, διαβεβαίωσε ο χριστιανοδημοκράτης υποψήφιος.
Στο τέλος των προηγούμενων εκλογών το 2017, ο σημερινός μεγάλος συνασπισμός δεν είχε καταστεί δυνατό να σχηματισθεί παρά μόνο έξι μήνες αργότερα, γεγονός που προκάλεσε πολιτική παράλυση στη Γερμανία, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Εντούτοις τόσο το SPD όσο και η κεντροδεξιά είπαν τώρα ότι έχουν στόχο να υπάρξει μια κατάληξη πριν από τα Χριστούγεννα. Θα τα καταφέρουν;
Γερμανία: σενάρια, απρόοπτα, ιστορικά προηγούμενα
Το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία είναι σήμερα πολύ πιο κατακερματισμένο και οι προβλέψεις για μελλοντικές συμμαχίες πολύ πιο παρακινδυνευμένες. Εν είδη ανεκδότου, σύμφωνα με την Deutsche Welle, κάποιοι δημοσιογράφοι λένε ότι αναμένουν με ενδιαφέρον το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα της Άγκελα Μέρκελ για το… 2022, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι δύσκολα θα καταλήξουν σε μετεκλογική συμφωνία μέχρι τα Χριστούγεννα. Άλλωστε υπάρχει το προηγούμενο του 2017, όταν CDU, CSU και SPD χρειάστηκαν ακριβώς 172 ημέρες για να τα «βρουν» σε μία νέα κυβέρνηση, που τελικά δεν ήταν παρά μία επανέκδοση της παλαιάς, δηλαδή του «μεγάλου συνασπισμού».
Και οι… δεύτεροι έσονται πρώτοι. Και στη Γερμανία το πρώτο κόμμα έχει ασφαλώς τον πρώτο λόγο για τον σχηματισμό κυβέρνησης, δεν αποκλείεται όμως το ενδεχόμενο να σχηματίσει κυβέρνηση και ο δεύτερος των εκλογών, εφόσον εκείνος διασφαλίσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα. Το πιο εντυπωσιακό ήταν οι ιστορικές εκλογές του 1969, όταν η Κεντροδεξιά αναδείχθηκε πρώτη με 46,1%, αλλά καγκελάριος αναδείχθηκε τελικά ο σοσιαλδημοκράτης Βίλλυ Μπραντ. Το κόμμα του είχε συγκεντρώσει το 42,7% των ψήφων, ωστόσο με τη βοήθεια των Φιλελευθέρων (FDP) κατάφερε να εξασφαλίσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Βόννης. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία που οι Σοσιαλδημοκράτες ανέρχονταν στην εξουσία.
Το «φαινόμενο Σολτς». Η μεγάλη επιτυχία του Όλαφ Σολτς ήταν ότι έπεισε τους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι συμβολίζει τη συνέχεια και την αλλαγή ταυτόχρονα. Ότι θα κρατήσει τα «καλά και ωφέλιμα» της διακυβέρνησης Μέρκελ, για τα οποία άλλωστε ως αντικαγκελάριος είναι εν μέρει συνυπεύθυνος, αλλά παράλληλα θα προχωρήσει στις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις, μπολιάζοντας περισσότερη σοσιαλδημοκρατία στο DΝA της κυβέρνησης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ευκαταφρόνητη η επιτυχία των Πρασίνων να αναδειχθούν τρίτο κόμμα και μάλιστα με διαφορά από τους Φιλελεύθερους. Για τη συμμετοχή τους σε μία μελλοντική κυβέρνηση θα ζητήσουν και εκείνοι σημαντικά ανταλλάγματα. Σαφώς πιο σημαντικά από το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Περιβάλλοντος που είχαν πάρει το 1998 ως ένα κόμμα του 6,7% για να συμμετάσχουν στην πρώτη κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Προκαταρκτικές συνομιλίες Πρασίνων και Φιλελευθέρων για τη συμμετοχή τους σε κυβερνητικό συνασπισμό. Επειδή, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και χριστιανικά κόμματα CDU/CSU δεν έχουν την πρόθεση να ανανεώσουν την κυβερνητική τους συνεργασία, εξαρτάται από τους Πράσινους (Grüne) και τους Φιλελευθέρους (FDP) αν ο επόμενος καγκελάριος θα είναι ο Σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς ή ο Χριστιανοδημοκράτης Άρμιν Λάσετ. Τόσο ο κ. Σολτς όσο και ο κ. Λάσετ έχουν εκφράσει την πρόθεση να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού με αυτά τα δύο κόμματα. Οι δε Πράσινοι θα προτιμούσαν μια κυβέρνηση με τη συμμετοχή των Σοσιαλδημοκρατών, ενώ το FDP με τα χριστιανικά κόμματα CDU/CSU. Ταυτόχρονα όμως, ούτε οι Πράσινοι αποκλείουν να εισέλθουν σε μια κυβέρνηση Λάσετ και ούτε οι Φιλελεύθεροι σε μια κυβέρνηση Σολτς. Πράσινοι και FDP ανακοίνωσαν, ότι θα διεξαγάγουν τις επόμενες ημέρες προκαταρκτικές συνομιλίες, προκειμένου να εντοπίσουν κοινά σημεία αναφοράς αλλά και να εξετάσουν πιθανούς συμβιβασμούς σε θέματα που διαφωνούν.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Deutsche Welle
-Advertisement-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου