28 Οκτωβρίου 2022

Σκίτσα του έπους του 40: Με όπλο το πενάκι

Ελληνες γελοιογράφοι τον Οκτώβρη του ’40 για έξι μήνες έδωσαν τη δική τους μάχη από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. 
Από την Καθημερινή:

Σκίτσο επάνω αριστερά (του Φωκίωνα Δημητριάδη): Λογοπαίγνια, εμπνευσμένα από τα ονόματα των ιταλικών μεραρχιών, τα οποία σχολιάζουν τους «Κενταύρους που έγιναν λαγοί» (αναφέρεται στην τεθωρακισμένη μεραρχία Centauro).

Τι κοινό έχουν ο Δον Κιχώτης, ο Αμλετ, ο Ιούλιος Καίσαρας, η Μαντάμ Σουσού, ο Σαρλό κι ο Αι-Βασίλης; Τον Μπενίτο Μουσολίνι. Για χάρη του, τον χειμώνα του 1940-41, «στριμώχτηκαν» όλοι τους στα πρωτοσέλιδα των ελληνικών εφημερίδων, σατιρίζοντας τον ηγέτη της φασιστικής Ιταλίας και τους «φρατέλους» του. Και χώρεσαν εκεί χάρη στα «πενάκια» του ’40, στους Ελληνες γελοιογράφους του μεσοπολέμου που τον Οκτώβρη του ’40 όπλισαν εναντίον των εισβολέων για έξι μήνες και έδωσαν τις δικές τους μάχες από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.


Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η γελοιογραφία επιστρατεύθηκε από τα οργανωμένα δίκτυα προπαγάνδας των αντίπαλων παρατάξεων προκειμένου να ανυψώσουν το ηθικό μαχομένων και αμάχων και να πλήξουν εκείνο των αντιπάλων. «Μέχρις ενός βαθμού, οι γελοιογραφίες έγιναν όπλα», αναφέρει ο Μπόρις Γεφίμοφ, ο οποίος για 80 χρόνια αφιέρωσε την τέχνη του στην προπαγάνδα της Σοβιετικής Ενωσης.

Στην Ελλάδα, ο ηγέτης της γειτονικής Ιταλίας Μπενίτο Μουσολίνι είχε απασχολήσει πολύ πριν από τον πόλεμο τους γελοιογράφους, καθώς μετά την ιταλική εισβολή στην Κέρκυρα, το 1923, ταυτίστηκε σταδιακά με την εικόνα του αλαζόνα πολεμοκάπηλου. Το 1936, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου απαγόρευσε τη σάτιρα (εικονογραφημένη και μη) οποιουδήποτε αρχηγού κράτους.


Οι εύστοχες λεζάντες επιδεικνύουν την παιδεία των δημιουργών τους, που προσαρμόζουν στην επικαιρότητα αρχαιοελληνικά ρητά, λαϊκές παροιμίες, αινίγματα, αναφορές στην ελληνική μυθολογία, στην ιστορία, στην ισπανική λογοτεχνία, στο αγγλικό θέατρο, αλλά το τσαρούχι θα ξυπνήσει θεμελιώδεις υπαρξιακούς προβληματισμούς στον πελαγωμένο πρίγκιπα των μελανοχιτώνων («Ο νέος Αμλέτος»)!

Σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη

Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου όμως, αν και η λογοκρισία δεν καταργήθηκε, τα προσχήματα κατέρρευσαν. Η σάτιρα ήταν πλέον επιβεβλημένη, καθώς έπληττε την εικόνα τους και συνέβαλλε στην εξύψωση του ηθικού των Ελλήνων. Οι πρώτες γελοιογραφίες εμφανίζονται στις αρχές Νοεμβρίου, ενώ μετά τις διαδοχικές νίκες αυξάνονται θεαματικά. Τον Δεκέμβριο τα καθεστωτικά φύλλα κυκλοφορούσαν «πνιγμένα» στη γελοιογραφία. Η εφημερίδα «Νίκη» (14/12/1940 – 19/4/1941) διένειμε δωρεάν «Φωτογραφικόν και Γελοιογραφικό λεύκωμα», ένα μελλοντικό «κειμήλιον μεγάλης αξίας». Τα ποικίλης ύλης περιοδικά ενέταξαν στην ύλη τους σατιρικές στήλες (π.χ. η στήλη «Επί ποδός πολέμου» στον «Θησαυρό»). Εμφανίστηκαν νέα έντυπα πολεμικής σάτιρας, όπως ο «Αέρας» (7/3/1941), και άλλα προσαρμόστηκαν, όπως ο «Φανός των Συντακτών», ο οποίος τον Φεβρουάριο του 1941 άλλαξε την ονομασία του σε «Πολεμικός Φανός», που εκδιδόταν «συσκοτισμένος, σύμφωνα με τη διαταγή περί συσκοτίσεως των φώτων».

Γελοιογραφίες δημοσίευαν σε σταθερή βάση και οι ειδησεογραφικές εφημερίδες («Η Καθημερινή», «Ελεύθερον Βήμα», «Αθηναϊκά Νέα», «Ασύρματος» κ.ά.). Τις υπέγραφαν παλιοί (Δημητριάδης, Καστανάκης, Βώττης, Παπαδημητρίου, Παπαγεωργίου, Θεοδωρόπουλος, Αντωνιάδης, Γκέιβελης, Αριστέας) και νέοι σκιτσογράφοι (Μπέζος, Κατσουρός, Παυλίδης, Βλασσόπουλος, Πολενάκης, Νικολινάκος) αλλά και εικαστικοί (Νείρος, Χριστοφής, Βασιλείου, Μαστιχιάδης). Τα σκιτσάκια αυτά κάποτε ανατυπώνονταν σε πολλαπλά αντίτυπα και διασκορπίζονταν στους δρόμους, σαν προκηρύξεις. Επίσης εικονογραφούσαν επιστολικά δελτάρια, τα οποία έφθαναν στο μέτωπο, ταξίδευαν στο εξωτερικό, ενώ κάποια βρέθηκαν στις εξαρτύσεις Ιταλών αιχμαλώτων. Εφημερίδες, όπως ο «Τύπος» και ο «Νέος Κόσμος», δημοσίευαν σκίτσα των αναγνωστών τους, ενώ η «Νίκη» οργάνωνε ανοιχτούς γελοιογραφικούς διαγωνισμούς στους οποίους συμμετείχαν ερασιτέχνες γελοιογράφοι, μικροί και μεγάλοι.


Επιστρατεύονται διάφορες δημοφιλείς φιγούρες και λογοτεχνικοί ήρωες, όπως η Μαντάμ Σουσού (κάτω), αλλά ο απόλυτος πρωταγωνιστής δεν είναι άλλος από το θρυλικό τσαρούχι: τσαρουχοκίνητες φάλαγγες, τσαρουχοφράγματα, βροχή από τσαρούχια, βόμβες-τσαρούχια ορθώνονται στον δρόμο των Ιταλών.

Σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη

Καθώς η ελληνική κυβέρνηση επέμεινε στην απαγόρευση της σάτιρας του Αδόλφου Χίτλερ, οι γελοιογράφοι ασχολήθηκαν κυρίως με τον Μουσολίνι, που είτε ως παλιάτσος είτε ως Ιούλιος Καίσαρας φάνταζε το ίδιο αξιοθρήνητος, και με το επιτελείο του (Τσιάνο, Πράσκα, Σόντου Μπαντόλιο, Καβαλέρο). Στοχοποιήθηκαν επίσης οι Ιταλοί στρατιώτες, κακόμοιροι και τρομοκρατημένοι, που συνήθως τρέπονται σε άτακτη φυγή στη θέα ενός και μόνο τσαρουχιού. Λογοπαίγνια, εμπνευσμένα από τα ονόματα των ιταλικών μεραρχιών, σχολιάζουν τους «Κενταύρους που έγιναν λαγοί» (αναφέρεται στην τεθωρακισμένη μεραρχία Centauro) ή στους «Λύκους που μπήκαν στο μαντρί» (μεραρχία πεζικού Lupi di Toscana). Απέναντί τους αγέρωχοι εύζωνες, κάποτε με τη συντροφιά Αγγλων και Αυστραλών οπλιτών, θριαμβεύουν «χορεύοντας στο ταψί» τον Μουσολίνι και τους αλαζόνες στρατηγούς του και παίρνοντας στο κυνήγι «κοκορόφτερους μακαρονάδες». Ο απόλυτος πρωταγωνιστής όμως δεν είναι άλλος από το θρυλικό τσαρούχι: Τσαρουχοκίνητες φάλαγγες, τσαρουχοφράγματα, βροχή από τσαρούχια, βόμβες-τσαρούχια ορθώνονται στον δρόμο των Ιταλών. Η γελοιογραφία του ’40 κυριαρχείται, όπως και οι εφιάλτες των Ιταλών, από τσαρούχια. Και κάπως έτσι, σε ένα από τα καλύτερα σκίτσα της εποχής, το τσαρούχι θα ξυπνήσει θεμελιώδεις υπαρξιακούς προβληματισμούς στον πελαγωμένο πρίγκιπα των μελανοχιτώνων («Ο νέος Αμλέτος»)!


Ευρηματικές και καυστικές, οι ελληνικές γελοιογραφίες τους ’40 διακρίνονται από ένα εκλεπτυσμένο χιούμορ, χλευαστικό, αλλά όχι κακόβουλο. Οι εύστοχες λεζάντες επιδεικνύουν την παιδεία των δημιουργών τους, που προσαρμόζουν στην επικαιρότητα αρχαιοελληνικά ρητά, λαϊκές παροιμίες, αινίγματα, αθλητικά δρώμενα, αναφορές στην αρχαία ελληνική μυθολογία, στη φιλοσοφία, στην ιστορία, στην ισπανική λογοτεχνία, στο αγγλικό θέατρο, στην ιταλική όπερα, στον κινηματογράφο, στο ελληνικό ευθυμογράφημα και στην ερωτική καντάδα.


Η γελοιογραφία του ’40 κυριαρχείται, όπως και οι εφιάλτες των Ιταλών, από τσαρούχια.

Η πολεμική γελοιογραφία θα γνωρίσει στιγμές δόξας παρασυρμένη από το Επος του Αλβανικού Μετώπου. Το πανηγυρικό κλίμα έληξε με την έναρξη της Κατοχής. Για τέσσερα χρόνια οι γελοιογράφοι κράτησαν τα έργα τους ερμητικά κλειστά στα συρτάρια τους, ελπίζοντας να μπορέσουν, κάποια στιγμή, να τα δημοσιεύσουν. Οπως ο Σταμάτης Πολενάκης, που στην πλάτη ενός μπουφέ στο πατρικό του σπίτι στη Σίφνο, κάτω από τη μύτη των κατακτητών, «κεντούσε» με το πενάκι του τα παθήματα του Μουσολίνι: «Φυσικά είχα λάβει τα μέτρα μου. Είχα έτοιμη κρυψώνα που σε τρία δευτερόλεπτα ήταν κρυμμένο το σχέδιο που έφτιαχνα. Οσο για τα σύνεργα της σχεδίασης, είχα πλάι μου ένα ημιτελές, αθώο τοπίο»!

Πηγή: kathimerini.gr
της Νατάσας Καστρίτη, ιστορικός τέχνης, γενική επιμελήτρια συλλογών του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου