22 Ιανουαρίου 2024

Αρβανιτόφωνες κωμοπόλεις και χωριά της Αττικής

Με βασική πηγή το βιβλίο του Τίτου Γιοχάλα «Τα αρβανίτικα στην Αττική», θα δούμε όλες τις κωμοπόλεις και τα χωριά της Αττικής όπου εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες, κάποια σύντομα ιστορικά στοιχεία γι’ αυτά και πόσοι άνθρωποι μιλούν σήμερα αρβανίτικα εκεί. Όπως θα δούμε τα αρβανίτικα ομιλούνται πλέον από πολύ λίγα άτομα στη Αττική τα οποία είναι μεγάλης ηλικίας ως επί το πλείστον. Νεότερα άτομα, ακόμα κι αν γνωρίζουν αρβανίτικα αποφεύγουν να τα χρησιμοποιήσουν. Από ένα δημοσίευμα στο protothema.gr:

Πότε ήρθαν οι πρώτοι Αρβανίτες στην Αττική;

Σύμφωνα με όσα γράφει ο Κώστας Μπίρης στο βιβλίο του «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», οι πρώτες μαζικές εγκαταστάσεις Αρβανιτών στην Αττική έγιναν γύρω στο 1383. Οι διωγμένοι από τον Σέρβο ηγεμόνα Θωμά Πρελιούμποβιτς, μετά την ήττα του Γκίνου Λιόσα, Λιόσηδες και ένα μέρος από τους Μαλακασαίους και Μαζαρακαίους ήλθαν και εγκαταστάθηκαν από τον Καταλανό ιππότη Ραμόν ντε Βιλανόβα στη βόρεια και δυτική Αττική, ως δεύτερη γραμμή άμυνας. 

Οι Λιόσηδες εγκαταστάθηκαν στο Κατάδεμα (αρχ. Δέμα ή Δέσις), τείχος της Αττικής μήκους 4,5 χιλιομέτρων που χτίστηκε στα χρόνια του Βοιωτικού Πολέμου (378 – 377 π.Χ.), ξεκινούσε από το Αιγάλεω και έφτανε ως την Πάρνηθα. Χτίστηκε για να προστατεύσει την Αθήνα από εισβολή πελοποννησιακών στρατευμάτων μέσω του Θριασίου Πεδίου. Οι Λιόσηδες λοιπόν εγκαταστάθηκαν στα (σημερινά) Άνω Λιόσια, το Καματερό και τη Φυλή (Χασιά) για να προστατεύσουν το λεκανοπέδιο της Αττικής από τον δρόμο του Θριασίου και τον δρόμο της Φυλής. 

Στο δερβένι (οδό, δρόμο) της Φυλής, εγκαταστάθηκαν επίσης Μαζαρακαίοι και Λιόσηδες, όπως μαρτυρούν τα τοπωνύμια Μαζαράκι και Λιοσάτι. Στη φάρα των Λιοσήδων ίσως ανήκε και ο Κριεκούκιας, ο αρχηγός των οικιστών του ομώνυμου οικισμού (Κριεκούκι ή Ερυθρές), που προστάτευε την έξοδο του δερβενιού προς την κοιλάδα του Ασωπού. Τέλος, οι Μαλακασαίοι εγκαταστάθηκαν προς την ανατολική πλευρά, στην είσοδο της Αττικής μεταξύ Πάρνηθας και Μαυροβουνιού. Πάντως δεν εγκαταστάθηκαν τότε άλλοι Αρβανίτες στην Αττική, ούτε καν στα Μεσόγεια. Αυτό έγινε τα επόμενα χρόνια... 

Τα «αρβανίτικα» στην Αττική

Στα Άνω Λιόσια (Lioshte για τους αρβανιτόφωνους), αρβανίτικα μιλιούνται σπάνια και περιστασιακά από τους ηλικιωμένους. Στο Άνω Σούλι (Shulj – te), το οποίο υπάγεται στον Μαραθώνα, αρβανίτικα γνωρίζουν οι ηλικιωμένοι, αλλά τα ομιλούν πλέον σπάνια και περιστασιακά. Στον Αυλώνα (Salishat – i και Salsat – i), γνωστό παλαιότερα ως Κακοσάλεσι, αρβανίτικα γνώριζαν όσοι ήταν πάνω από 55 ετών, αλλά δεν τα χρησιμοποιούσαν. Μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι τα χρησιμοποιούσαν περιστασιακά. Το ίδιο συνέβαινε και στον Βαρνάβα (Barrave – a).

Ο Ασπρόπυργος ονομάζεται στα αρβανίτικα Kalivete. Οι κάτοικοι του ήλθαν από τη Χασιά. Εδώ είχαν κτήματα όπου διέμεναν περιστασιακά ανάλογα με τις γεωργικές τους ασχολίες. Για τον λόγο αυτό κατασκεύασαν καλύβες που έδωσαν και το «αρβανίτικο» όνομα στην περιοχή. Το όνομα Ασπρόπυργος προέρχεται από αρχαίο πύργο που υπήρχε στην περιοχή. Στα αρβανίτικα, το… νέο τοπωνύμιο είναι Pirk i bardh=άσπρος πύργος. Αρβανίτικα γνωρίζουν οι ηλικιωμένοι κάτοικοι του Ασπροπύργου όμως δεν τα χρησιμοποιούν συχνά.

Ο Γέρακας δημιουργήθηκε από οικογένειες της Παιανίας, καθώς προπολεμικά περνούσε από εκεί η σιδηροδρομική γραμμή για το Λαύριο και υπήρχε «στάση Γέρακα». Ελάχιστοι ηλικιωμένοι γνώριζαν τη δεκαετία του 1980 λιγοστά αρβανίτικα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα Γλυκά Νερά (Likanure-a) που συγκροτήθηκαν ως οικισμός κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με κατοίκους από την Παιανία. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Τίτος Γιοχάλας: «Κανείς σήμερα δεν ομιλεί πλέον εδώ Αρβανίτικα».

Το Γραμματικό (Ghramatiko – i) υπάγεται στον Δήμο Μαραθώνα. Σύμφωνα με τη λαϊκή ετυμολογία, στο χωριό Μπέης (σήμερα Λόφος) έμενε ο μπέης της περιοχής και στο Γραμματικό ο «γραμματικός» (γραμματέας) του. Στο Γραμματικό υπήρχε προπολεμικά ξένη εταιρεία μεταλλείων και η παρουσία σ’ αυτό μη αρβανιτόφωνων εργατών από διάφορα μέρη της Ελλάδας συνέβαλε στη γρήγορη περιθωριοποίηση των αρβανίτικων και τελικά στην πλήρη εξαφάνισή τους.

Οι Ερυθρές (Κριεκούκι) στα αρβανίτικα ονομάζονται Kr(i)ekuq-i. Πολλοί θεωρούν ότι οι κάτοικοί τους προέρχονται από τα Βίλια. Ένας ακόμα οικισμός όπου ομιλούνταν στο παρελθόν τα αρβανίτικα είναι ο Κάλαμος (Galamad-i). Αρκετοί Αρβανίτες υπήρχαν στα Καλύβια (Θορικού) τα οποία στα αρβανίτικα ονομάζονται Kaliveze. 

Στο Καπανδρίτι (Kapandrit-i) τα αρβανίτικα ομιλούνται από ελάχιστους ηλικιωμένους και μόνο περιστασιακά. Η λειτουργία διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών εκεί διευκόλυνε και την εγκατάσταση μη αρβανιτόφωνων κατοίκων με αποτέλεσμα την εξαφάνιση της αρβανίτικης γλώσσας. 

Στο Κάτω Σούλι (Sulj-te) υπήρχαν το 1987 λίγοι αρβανιτόφωνοι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορία του οικισμού που δείχνει πώς γινόταν οι αγοραπωλησίες κτημάτων και μεγαλύτερων περιοχών μετά την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (1830). Ιδιοκτήτης της περιοχής του Κάτω Σουλίου ήταν ένας Τούρκος μπέης. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, την περιοχή αγόρασε ο Αλέξανδρος Σούτσος. Ο Σούτσος και ο μπέης ανέβηκαν στην κορυφή της Πεντέλης και ο πρώτος αγόρασε όση έκταση έβλεπε με το μάτι! Αυτό ήταν το Κάτω Σούλι. Στη συνέχεια ο Σούτσος το παραχώρησε με συμβόλαιο στον ανιψιό του Τατάκη Σούτσο. Αυτός το πούλησε στον Εμμανουήλ Μπενάκη. Η περιοχή απαλλοτριώθηκε το 1922 και ένα μέρος της δόθηκε στους πρόσφυγες και το υπόλοιπο στους κατοίκους του Γραμματικού. 


Η Αρτέμιδα όπως είναι ίσως γνωστό λεγόταν παλαιότερα Λούτσα (Luce-a). Ως το 1976 η Λούτσα ανήκε στα Σπάτα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της κτηματικής περιουσίας της περιοχής. Ωστόσο στην Αρτέμιδα δεν εγκαταστάθηκαν πολλοί Σπαταναίοι. Κανείς πλέον (ήδη από το 1987) δεν γνωρίζει και δεν μιλά αρβανίτικα στην Αρτέμιδα. 

Στη Μαλακάσα (Malkase-a) τα αρβανίτικα έχουν σχεδόν σιγήσει. Ελάχιστοι είναι πλέον οι ηλικιωμένοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα αρβανίτικα, έστω και για ενδοοικογενειακή επικοινωνία. 

Στην Κερατέα (Qerate-ea, πρώην Qirte-ea) εγκαταστάθηκαν πολλοί εργάτες των μεταλλείων Λαυρίου με καταγωγή από διάφορα μέρη της χώρας. Έτσι, τα αρβανίτικα περιθωριοποιήθηκαν και τελικά εξαφανίστηκαν. 

Στη Μάνδρα (Mendra) το 1987 ακόμα και άτομα ηλικίας 50 ετών γνώριζαν αρβανίτικα, αλλά τα χρησιμοποιούσαν σπάνια και περιστασιακά. Κατά την τοπική παράδοση, το όνομα Μάνδρα οφείλεται στις μάνδρες που υπήρχαν εκεί, όπου οι κάτοικοι στάβλιζαν τα πρόβατα τους και έβαζαν τις κυψέλες των μελισσών τους. 

Στον Μαραθώνα (Marathone-a) τα αρβανίτικα έχουν σχεδόν εκλείψει. 

Για το Μαρκόπουλο (Markopulj-li) o Τίτος Γιοχάλας αφιερώνει στο βιβλίο του περισσότερες από εκατό σελίδες (253-357). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θεωρούμε ότι παρουσιάζουν όσα στοιχεία παραθέτει για την αναχώρηση των Τούρκων της περιοχής το 1830. Θα περίμενε κανείς ότι μετά από σχεδόν 400 χρόνια σκλαβιάς και οχτώ-εννιά χρόνια σκληρών μαχών οι Τούρκοι δεν θα προλάβαιναν καν να αναχωρήσουν για τις μικρασιατικές ακτές, ότι θα γίνονταν έκτροπα από τους Έλληνες κλπ. Όχι μόνο δεν έγινε τίποτα, από τα παραπάνω, αλλά οι Μαρκοπουλιώτες έδωσαν πραγματικά μαθήματα άψογης συμπεριφοράς. Το Μαρκόπουλο ήταν το πιο πλούσιο και εξελιγμένο χωριό της περιοχής καθώς υπήρχαν κάποιες οικογένεις από την Αθήνα, την Πλάκα συγκεκριμένα, με τη βοήθεια των οποίων ανέβηκε και το επίπεδο των άλλων κατοίκων. 

Στο Κορωπί υπήρχαν κάποιοι Τούρκοι που δεν έφυγαν το 1830. Έγιναν Χριστιανοί και έμειναν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος γιατί είχαν δεθεί με τον τόπο και το βιος τους. Αλλά και η συμπεριφορά των Μαρκοπουλιωτών και των Κορωπιωτών σε όσους Τούρκους έφυγαν από το Πόρτο Ράφτη με καΐκια για τη Μικρά Ασία ήταν άψογη. Τους συνόδευσαν με πομπή ως το λιμάνι και τους έδωσαν ψωμί, κουλούρια, παξιμάδια, γλυκά, τσότρες με κρασί και τους ξεπροβόδισαν γιατί ήταν μεγαλωμένοι μαζί!

Στο Μαρκόπουλο Ωρωπού (Markopuli Oropojt) τα αρβανίτικα δεν ομιλούνταν ούτε από ηλικιωμένους, το ίδιο και στο Μήλεσι (Miljoshat-i). Στο Μπάφι δεν υπήρχαν Αρβανίτες. Οι εργάτες που δούλευαν στην εταιρεία κάρβουνου που βρισκόταν στην περιοχή κατάγονταν από διάφορα χωριά της Εύβοιας. Στο Μικροχώρι Καπανδριτίου (Viljot-i) το οποίο λεγόταν και Βιλιατζίκι, υπήρχαν αρκετοί κάτοικοι άνω των 60 ετών το 1987 που γνώριζαν και μιλούσαν αρβανίτικα.

Στην Παιανία (παλαιότερα Λιόπεσι) (Ljopes-i) ο Τίτος Γιοχάλας αναφέρει ότι πολλοί κάτοικοι μιλούσαν αρβανίτικα, μάλιστα κάποιοι με ιδιαίτερη ικανοποίηση τα αποκάλεσαν gljuha e zogut= η γλώσσα του πουλιού. 

Στο Πικέρμι υπήρχαν πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο 10-15 οικογένειες Σπαταναίων κυρίως, που ήρθαν σαν κολίγοι στο κτήμα του Σκουζέ και με την απαλλοτρίωση τους παραχωρήθηκαν τα καλλιεργημένα. Στο Πικέρμι εγκαταστάθηκε και η μεγάλη οικογένεια Ξηντάρα από το Αγρίνιο. Οι Σπαταναίοι μιλούσαν μεταξύ τους αρβανίτικα τα οποία έμαθαν σταδιακά και οι Ξηνταραίοι καθώς τα παιδιά τους πήγαιναν σε σχολεία των Σπάτων ως το 1935. Στο πανηγύρι που γινόταν στις 6 Αυγούστου, οι τσακωμοί ήταν… έθιμο. Τσακώνονταν οι Κορωπιώτες με τους Σπαταναίους. Οι τσακωμοί γίνονταν στον χορό, όπου κάποιοι… έδειχναν το νταηλίκι τους. 

Τα Σπάτα (Spatanj-ni) οφείλουν το όνομά τους στον Ιωάννη Μπούα Σπάτα (1310-1389) πολέμαρχο από την Ήπειρο, βλαχικής καταγωγής κατά τη Βικιπαίδεια, αλβανικής σύμφωνα με άλλες πηγές. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σήμερα στα Σπάτα τα επώνυμα Μπούας και Σπάτας. Τα αρβανίτικα τείνουν να εκλείψουν καθώς οι νεότερες γενιές τα κατανοούν σε μεγάλο βαθμό, αποφεύγουν όμως να τα μιλήσουν. Πιθανότατα τα Σπάτα βρίσκονταν αρχικά ανατολικότερα αλλά λόγω της ελονοσίας οι κάτοικοί τους εγκαταστάθηκαν στη σημερινή περιοχή.

Στο Συκάμινο (Sikamin-i) το 1987, όσοι ήταν πάνω από 65 ετών μπορούσαν να μιλήσουν αρβανίτικα (όχι όμως όλοι τέλεια). Μόλις 3-4 ζευγάρια ηλικιωμένων χρησιμοποιούσαν περιστασιακά στις μεταξύ τους συνομιλίες αρβανίτικα.

Ένα άλλο αρβανιτόφωνο χωριό είναι το Πέτα ή Νέος Κουβαράς. Εκεί ο Τίτος Γιοχάλας κατέγραψε το 1987 τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα από τον Μιχάλη Γκίνη, 63 ετών τότε. Τα κάλαντα τα έλεγαν Kalimerete=οι καλημέρες και Kalimereze=καλημερούδια, όπως ακριβώς τα ονομάζουν και σε αλβανόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας που συγκροτήθηκαν από Αρβανίτες που εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο. Πολλοί Αρβανίτες υπήρχαν παλαιότερα και στις Αχαρνές, το Μενίδι (Menith-Menidhi). Πολλοί θεωρούν ότι το όνομα Μενίδι είναι αρβανίτικο. 

Σαράντα χρόνια περίπου μετά την εξαιρετική ερευνητική εργασία του Τίτου Γιοχάλα, σχεδόν όλες οι περιοχές που αναφέραμε έχουν αλλάξει ριζικά. Όπως είδαμε, αρβανίτικα γνώριζαν μόνο οι ηλικιωμένοι, ήδη από τη δεκαετία του 1980. Προφανώς σήμερα είναι ελάχιστοι όσοι γνωρίζουν και μιλάνε αρβανίτικα. Και αν δείτε τον χάρτη που προέρχεται από το βιβλίο του Τίτου Γιοχάλα, τα αρβανιτόφωνα χωριά της Αττικής, σχηματίζουν ένα τόξο που ξεκινά από την Ελευσίνα, φτάνει στις Ερυθρές, από εκεί στον Κάλαμο και καταλήγει στο Κορωπί. Πρόκειται δηλαδή για τα μέρη όπου εγκατέστησαν οι Καταλανοί τους πρώτους Αρβανίτες στην Αττική το 1383 και τα Μεσόγεια όπου οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν αργότερα.

Επίλογος. Για το πόσο Έλληνες είναι οι Αρβανίτες ας δούμε τι λένε κάποιοι ξένοι: «Οι Αρβανίτες και οι Έλληνες δεν είναι παρά ένας μόνο λαός που μισεί κάθε ξένο» (Jacomo Barbarrigo, Γενικός Προνοητής του Μοριά, 1479). Έγγραφο της Ενετικής Γερουσίας το 1471 αναφέρει για τη φρουρά της Μονεμβασιάς: «Το μεγαλύτερο μέρος των μισθοφόρων είναι Έλληνες και Αρβανίτες Έλληνες!».


Σχετική ανάρτηση: Ποια τοπωνύμια στην Αττική είναι αρβανίτικα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου