Τράπεζες και δημοσιονομική θέση –κυρίως το υψηλό χρέος– είναι οι παράγοντες που εμπόδισαν τη Moody’s να αναβαθμίσει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα, τη στιγμή που η χώρα συνεχίζει να είναι αντιμέτωπη με άλλες τέσσερις δομικές προκλήσεις οι οποίες έχουν πολύ αργή βελτίωση και επίσης περιορίζουν την αξιολόγησή της, όπως εξηγεί στην «Καθημερινή» o επικεφαλής αναλυτής της Moody’s για την Ελλάδα, Στέφεν Ντουκ. Αυτές είναι:
1) τα «κενά» στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων – όπως η αργή απόδοση δικαιοσύνης,
2) η αδύναμη εξωτερική θέση (πολύ υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών),
3) η μονοδιάστατη οικονομία (βασίζεται πολύ σε τουρισμό και ναυτιλία) και
4) το δημογραφικό και η κλιματική αλλαγή.
Αλλωστε, κατά τη διπλή αναβάθμιση στην οποία προχώρησε τον Σεπτέμβριο, ο οίκος έδωσε σταθερές προοπτικές στην αξιολόγηση της Ελλάδας, που σημαίνει πως δεν αναμένονται θετικές ή αρνητικές κινήσεις στη βαθμολογία της στους επόμενους 12-18 μήνες, δηλαδή έως τον Σεπτέμβριο του 2024 με Μάρτιο του 2025.
Αν και η μέση αξιολόγηση της Ελλάδας ήταν ήδη σε επενδυτική βαθμίδα (στο «BBB-», που είναι το χαμηλότερο σκαλοπάτι του investment grade), γεγονός το οποίο και είχε οδηγήσει στην ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους διεθνείς δείκτες, μια κίνηση από τη Moody’s θα είχε «αξία» και «χειροπιαστές» επιπτώσεις. Η Moody’s μαζί με την S&P κατέχουν περίπου το 80% της παγκόσμιας αγοράς, ενώ εκτιμάται πως οι εισροές στα ελληνικά ομόλογα θα διπλασιάζονταν εάν η Moody’s αποφάσιζε να αναβαθμίσει την Ελλάδα. Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους δείκτες χάρη στην αναβάθμιση από τη Fitch τον περασμένο Δεκέμβριο έχει εκτιμηθεί πως φέρνει εισροές 6-10 δισ. ευρώ, ενώ σε περίπτωση που η Moody’s αναβάθμιζε το ελληνικό αξιόχρεο, οι εισροές θα έφταναν έως τα 20 δισ. ευρώ.
Πάντως ο οίκος φαίνεται πως θέλει αρκετά περισσότερο χρόνο για να κάνει το επόμενο βήμα και ίσως να μην το κάνει ούτε κατά τη δεύτερη προγραμματισμένη αξιολόγησή του για την Ελλάδα φέτος, που είναι στις 13 Σεπτεμβρίου.
Οπως εξηγεί ο κ. Ντουκ στην «Κ», «η τελευταία μας ενέργεια αξιολόγησης για την Ελλάδα ήταν στις 15 Σεπτεμβρίου 2023, όταν την αναβαθμίσαμε κατά δύο βαθμίδες σε “Ba1”. Οι προοπτικές που δώσαμε είναι σταθερές (γεγονός που σημαίνει αναμενόμενη σταθερότητα ή διατήρηση της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μεσοπρόθεσμα), εξισορροπώντας τις θετικές εξελίξεις που παρατηρήθηκαν και τη θετική τάση που αναμένεται να αντιμετωπίσουμε έναντι των διαρθρωτικών προκλήσεων. Κατά την περιοδική ανασκόπηση, που ανακοινώθηκε την περασμένη Παρασκευή, επανεκτιμήσαμε την καταλληλότητα των αξιολογήσεων της Ελλάδας στο πλαίσιο και των πρόσφατων εξελίξεων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση είναι κατάλληλα τοποθετημένη».
Το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας και η αξιολόγηση «Ba1», που είναι μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, καθορίζονται από τέσσερις παράγοντες, κατά τη Moody’s.
Αν και η μέση αξιολόγηση της Ελλάδας ήταν ήδη σε επενδυτική βαθμίδα (στο «BBB-», που είναι το χαμηλότερο σκαλοπάτι του investment grade), γεγονός το οποίο και είχε οδηγήσει στην ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους διεθνείς δείκτες, μια κίνηση από τη Moody’s θα είχε «αξία» και «χειροπιαστές» επιπτώσεις. Η Moody’s μαζί με την S&P κατέχουν περίπου το 80% της παγκόσμιας αγοράς, ενώ εκτιμάται πως οι εισροές στα ελληνικά ομόλογα θα διπλασιάζονταν εάν η Moody’s αποφάσιζε να αναβαθμίσει την Ελλάδα. Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους δείκτες χάρη στην αναβάθμιση από τη Fitch τον περασμένο Δεκέμβριο έχει εκτιμηθεί πως φέρνει εισροές 6-10 δισ. ευρώ, ενώ σε περίπτωση που η Moody’s αναβάθμιζε το ελληνικό αξιόχρεο, οι εισροές θα έφταναν έως τα 20 δισ. ευρώ.
Πάντως ο οίκος φαίνεται πως θέλει αρκετά περισσότερο χρόνο για να κάνει το επόμενο βήμα και ίσως να μην το κάνει ούτε κατά τη δεύτερη προγραμματισμένη αξιολόγησή του για την Ελλάδα φέτος, που είναι στις 13 Σεπτεμβρίου.
Οπως εξηγεί ο κ. Ντουκ στην «Κ», «η τελευταία μας ενέργεια αξιολόγησης για την Ελλάδα ήταν στις 15 Σεπτεμβρίου 2023, όταν την αναβαθμίσαμε κατά δύο βαθμίδες σε “Ba1”. Οι προοπτικές που δώσαμε είναι σταθερές (γεγονός που σημαίνει αναμενόμενη σταθερότητα ή διατήρηση της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μεσοπρόθεσμα), εξισορροπώντας τις θετικές εξελίξεις που παρατηρήθηκαν και τη θετική τάση που αναμένεται να αντιμετωπίσουμε έναντι των διαρθρωτικών προκλήσεων. Κατά την περιοδική ανασκόπηση, που ανακοινώθηκε την περασμένη Παρασκευή, επανεκτιμήσαμε την καταλληλότητα των αξιολογήσεων της Ελλάδας στο πλαίσιο και των πρόσφατων εξελίξεων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση είναι κατάλληλα τοποθετημένη».
Το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας και η αξιολόγηση «Ba1», που είναι μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, καθορίζονται από τέσσερις παράγοντες, κατά τη Moody’s.
- Ο πρώτος είναι η οικονομική ισχύς, η οποία βαθμολογείται στο «baa1».
- Δεύτερος, η ισχύς των θεσμών και της διακυβέρνησης που αξιολογούνται με «baa2».
- Τρίτος παράγοντας είναι η δημοσιονομική ισχύς που αξιολογείται με «ba2», μία βαθμίδα κάτω από αξιόχρεο (κυρίως λόγω του υψηλού χρέους).
- Και τέταρτος είναι η ευαισθησία της Ελλάδας στον κίνδυνο γεγονότων, που βαθμολογείται με «ba» (τρία σκαλοπάτια κάτω από το αξιόχρεο), που σημαίνει ότι «υπόκειται σε σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο» κυρίως λόγω του τραπεζικού κλάδου.
Κατά τον οίκο, ο κίνδυνος του τραπεζικού τομέα παραμένει ένα από τα βασικά τρωτά σημεία της Ελλάδας παρά τη σημαντικά βελτιωμένη ποιότητα του ενεργητικού. Συνεπώς οι δύο τελευταίοι παράγοντες είναι σαφές ότι φρενάρουν την αναβάθμιση της χώρας.
Ο κ. Ντουκ σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζει πως η Moody’s «βλέπει» πολλές και σημαντικές πιστωτικές προκλήσεις για την Ελλάδα. «Παρά την προβλεπόμενη μείωση του χρέους της κυβέρνησης, η περαιτέρω μείωση των ακόμη πολύ υψηλών επιπέδων χρέους θα εξαρτηθεί από μια συνετή δημοσιονομική στάση για τα επόμενα πολλά χρόνια. Επίσης, το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων εξακολουθεί να είναι βαρύ και μπορεί να αποδειχθεί πολιτικά δύσκολο να εφαρμοστεί σε περιόδους λιγότερο ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών, ενώ μένει να μεταρρυθμιστεί και το δικαστικό σύστημα. Παράλληλα, η περαιτέρω βελτίωση της υγείας του τραπεζικού τομέα με περισσότερη μείωση των δεικτών NPL είναι μια άλλη πρόκληση».
Επιπλέον, κατά τον αναλυτή, το σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να συμβάλει σε συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις που θα υπονόμευαν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Επίσης, δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι επιρρεπής σε εξωτερικούς κραδασμούς και περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την οικονομική ανθεκτικότητα με τη διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης θα απαιτήσουν χρόνο. Παράλληλα, μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει όλο και πιο ορατές προκλήσεις από την κλιματική αλλαγή και τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία.
Ο κ. Ντουκ σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζει πως η Moody’s «βλέπει» πολλές και σημαντικές πιστωτικές προκλήσεις για την Ελλάδα. «Παρά την προβλεπόμενη μείωση του χρέους της κυβέρνησης, η περαιτέρω μείωση των ακόμη πολύ υψηλών επιπέδων χρέους θα εξαρτηθεί από μια συνετή δημοσιονομική στάση για τα επόμενα πολλά χρόνια. Επίσης, το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων εξακολουθεί να είναι βαρύ και μπορεί να αποδειχθεί πολιτικά δύσκολο να εφαρμοστεί σε περιόδους λιγότερο ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών, ενώ μένει να μεταρρυθμιστεί και το δικαστικό σύστημα. Παράλληλα, η περαιτέρω βελτίωση της υγείας του τραπεζικού τομέα με περισσότερη μείωση των δεικτών NPL είναι μια άλλη πρόκληση».
Επιπλέον, κατά τον αναλυτή, το σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να συμβάλει σε συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις που θα υπονόμευαν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Επίσης, δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι επιρρεπής σε εξωτερικούς κραδασμούς και περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την οικονομική ανθεκτικότητα με τη διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης θα απαιτήσουν χρόνο. Παράλληλα, μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει όλο και πιο ορατές προκλήσεις από την κλιματική αλλαγή και τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου