Από την περιφορά του Επιταφίου που παρακολούθησε ο Γιώργος Ιωάννου στην Ομόνοια το 1980 έως το Μεγάλο Σάββατο στην Ιερουσαλήμ του 1927 για τον Καζαντζάκη, η Μεγάλη Εβδομάδα έχει αποτυπωθεί στα ημερολόγια, στις επιστολές και στα διηγήματα των σημαντικότερων λογοτεχνών μας. Από το Protagon.gr:
Γιώργος Σεφέρης: Η ιστορία των Επιταφίων μου
«Χθες, Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον Επιτάφιο. Κάποτε να μου θυμίσεις να σου πω την ιστορία των Επιταφίων μου. Λογάριασαν πολύ στη ζωή μου. Σε κάθε κόχη που έστριβα, έβλεπα χθες, καθώς στεκόμουν επίσημος και τελετουργικός με το κερί στο χέρι, κι έναν Επιτάφιο. Ο χτεσινός πλούτισε τη συλλογή μου. Ηταν ο πιο καθωσπρέπει που είδα ποτέ μου. Φράγκικη πολυφωνία (Η ζωή εν τάφω είχε γίνει Τραβιάτα ξεψυχισμένη): Φράκα. Ασπρα γάντια. Χρυσαφικά. Κόκκινα κι άσπρα ροδοπέταλα, τόσο περιποιημένα, που μοιάζαν από celluloid. Κι η απαραίτητη εγγλεζοχιώτικη προφορά: κατ (h) ετ (h) έθης Κριστ (h) έ. Ο ωραιότερος και ο πιο αληθινός που είδα ήταν εκείνος που περνούσε με κλαπαδόρες κάτω από τον Παρθενώνα, τ’ Αϊ-Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη. Συλλογίστηκα και τη Στέρνα και μου φάνηκε καλή και σωστή στον τόνο της. Λέω να τη δημοσιέψω το Σεπτέμβρη, μόνη. Τι λες; Μου μένει ακόμη ένας Επιτάφιος εδώ, κι έπειτα θα μπορέσω να αντικρίσω το Αιγαίο. Είναι όμως τόσο μακριά κάποτε ο άγιος Επιτάφιος…».
(«Μέρες Β’» του Γιώργου Σεφέρη, εκδ. Ικαρος 1975. Η καταγραφή στο ημερολόγιο του ποιητή αντιστοιχεί στις 30 Απριλίου 1932, περίοδο κατά την οποία εργάζεται στο Λονδίνο ως διευθύνων του Ελληνικού Γενικού Προξενείου).
Γιώργος Ιωάννου: Τα χαμαιτυπεία του λιβανιού
«Βγαίνοντας από την εκκλησιά ο Επιτάφιος, τράβηξε πρώτα πλάγια, χώθηκε μες στις γειτονιές με τα κλειστά ισόγεια, με τα χαμαιτυπεία του λιβανιού, και δεν τον είδαμε σχεδόν καθόλου, άλλωστε στην αρχή είναι μπουλούκι πάντοτε, ώσπου να συνταχθεί, να βρει τον ήχο του και το ρυθμό του, να πάρει ν’ αναδίνει μυρωμένο θάνατο, φτάνοντας στο κορύφωμα στο τελευταίο ιδίως στάσιμο, όπου όλοι έχουνε πιάσει πια το ρόλο τους, τον εκτελούνε στην εντέλεια, τόσο που θέλει χρόνο ολόκληρο για να εξατμισθεί αργότερα. Πάντως, ακούσαμε τις πρώτες νότες του ν’ απομακρύνονται και ήταν η μοναδική ίσως στιγμή που νιώσαμε ένα σφίξιμο, που μέναμε έτσι μακριά από το πλήθος και το συρφετό, ενώ εκεί ανήκαμε, μπορούσαμε να είμαστε κι εμείς κατόπι του, σηκώνοντας σκόνη τεφρή με τα ποδάρια μας, μα ώσπου να διαλογιστούμε αυτά, πιάσαμε θέσεις στο παράθυρο να δούμε τον λαμπρό του γυρισμό στο λαξευτό μνημείο του. Και όταν πήρε η κυκλοφορία να παραλύει, να προηγούνται τα μικρά παιδιά, ν’ ανάβουνε κεριά στα υψηλά πατώματα, ετοιμαστήκαμε κι εμείς να απολαύσουμε το μέγα θέαμα, στο σκότος μέσα της κρεβατοκάμαρας».
(Απόσπασμα από το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου «Επιτάφιος θρήνος», που περιέχεται στην ομότιτλη συλλογή, εκδ. Κέδρος, 1980, 1985).
Αγγελος Βλάχος: Πάσχα για την κυβέρνηση του Καΐρου
«Πέρασαν Μεγάλη Πέμπτη, Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο και ήρθε το Πάσχα, το τερπνόν, Πάσχα το τρισάγιον, Πάσχα, Κυρίου Πάσχα και το Λονδίνο μηδέ ακούγεται, μηδέ γρικιέται. Ποιο ήταν το τόσο σοβαρό θέμα, το εθνικό θέμα, που απασχολούσε τον Γεώργιο και τον κρατούσε στο Λονδίνο, ενώ η κατάσταση σφάδαζε στη Μέση Ανατολή; Εγάνωνα το μυαλό μου και δεν έβρισκα απάντηση. Μήπως ήταν πρόσχημα και ήθελε ο Γεώργιος ν’ αφήσει να εκτραχυνθεί η κατάσταση ακόμη περισσότερο ώστε να εξασφαλιστεί η αγγλική επέμβαση;.. Υπόθεση διατυπώνω, ακόμη και σήμερα, λέγοντας ότι εκείνο που τον κρατούσε στο Λονδίνο ήταν η ανάγκη να εξασφαλίσει την αγγλική παρουσία στην Ελλάδα, επειδή η προέλαση των Ρώσων προς την Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια ήταν ταχύτατη και ο Γεώργιος ανησυχούσε πολύ μήπως η Ελλάς «απελευθερωθεί» από τον Ερυθρό Στρατό που θα έβρισκε επί τόπου έτοιμη κυβέρνηση κομμουνιστική, το ΕΑΜ… Την Δευτέρα του Πάσχα, 10 Απριλίου έφθασε, επιτέλους, ο Γεώργιος στο Κάιρο και άρχισε αμέσως διαβουλεύσεις με τον Τσουδερό και με τους άλλους πολιτικούς. Ολοι του συνέστησαν – και ο Τσουδερός – ν’ αναθέσει την εντολή στον Σ. Βενιζέλο και το δέχθηκε».
(Απόσπασμα από το «Μια φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης» – α’ τόμος, του Αγγελου Σ. Βλάχου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Ο διπλωμάτης αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στη βραχύβια εξόριστη κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου, στις 14 Απριλίου 1944. Εχοντας χάσει την ευρύτερη λαϊκή αποδοχή που απολάμβανε μέχρι τότε, ο έλληνας πολιτικός θα αναγκαστεί να παραιτηθεί δώδεκα ημέρες αργότερα προκειμένου να σχηματισθεί η κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου).
Ελύτης και Εμπειρίκος στη Μυτιλήνη
«Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ώς τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ώς τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε».
(Από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», Εκδ. Γνώση).
Νίκος Καζαντζάκης: Μ. Σάββατο στην Ιερουσαλήμ
«Αξαφνα τα μαυροκέφαλα ολόδρωτα πλήθη τρικύμισαν – καινούργιοι προσκυνητές Αραβίτες χιμούνε στην αυλή με τα εξαφτέρουγα και τα φανάρια τους και τις μεγάλες, του μπογιού τους, λαμπάδες. Οι Αραβίτες σκληρίζουν ξεφρενιασμένοι. Ενας γέρος ανεβαίνει απάνω στους ώμους της αν-θρωπομάζας, πηδά από ώμο σε ώμο, αφρίζοντας, κρατάει δύο γδυμνά σπαθιά και σπαθίζει τον αγέρα. Χορεύει απάνω στους ώμους, σκληρίζει, τα μάτια του έγιναν όλο ασπράδι, τα κεριά που έχει τυλίξει τη μέση του λιώνουν μέσα στη βαριά ζέστη και στάζουν. Σε λίγο καταφτάνουν οι Αρμένηδες, τα λάβαρα σαλεύουν στον αγέρα, τα μικρά του ψαλτικού χορού, ντυμένα με κίτρινα πουκάμισα, υψώνουν μέσα στον μουντόν αγέρα τη δροσερή φωνή τους. Ερχουνται οι Κόφτες, οι Σύροι, οι Αβησσυνοί, οι τσομπάνηδες, οι Βεδουίνοι, οι Μαρωνίτες, πέντε έξι λιναρόξανθοι Ρούσοι, απ’ όλη την απέραντη Ρουσία, μερικοί Αμερικανοί, κρύοι και κωμικοί μέσα στο φλογερό τούτο ασιατικό καμίνι. Ερχουνται οι γυναίκες οι Βηθλεμίτισσες, με τ’ αψηλά χωνωτά κεφαλοδεσίματά τους και με τις ολάσπρες μπόλιες. Κύματα πολύχρωμα, επιθετικά, ένας ρυθμός γοργός, πολεμικός, σα να καταφτάνουν στρατέματα. Ξεχείλισε ο ναός, σκαρφάλωσαν οι πιστοί πάνω στις κολόνες, καβαλίκεψαν τα στασίδια, κρεμάστηκαν απάνω στο γυναικωνίτη…»
(Από το «Ταξιδεύοντας», εκδ.Σεράπειον 1927, πλέον εκδ.Διόπτρα)
Πηγή: Protagon.gr
Γιώργος Σεφέρης: Η ιστορία των Επιταφίων μου
«Χθες, Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον Επιτάφιο. Κάποτε να μου θυμίσεις να σου πω την ιστορία των Επιταφίων μου. Λογάριασαν πολύ στη ζωή μου. Σε κάθε κόχη που έστριβα, έβλεπα χθες, καθώς στεκόμουν επίσημος και τελετουργικός με το κερί στο χέρι, κι έναν Επιτάφιο. Ο χτεσινός πλούτισε τη συλλογή μου. Ηταν ο πιο καθωσπρέπει που είδα ποτέ μου. Φράγκικη πολυφωνία (Η ζωή εν τάφω είχε γίνει Τραβιάτα ξεψυχισμένη): Φράκα. Ασπρα γάντια. Χρυσαφικά. Κόκκινα κι άσπρα ροδοπέταλα, τόσο περιποιημένα, που μοιάζαν από celluloid. Κι η απαραίτητη εγγλεζοχιώτικη προφορά: κατ (h) ετ (h) έθης Κριστ (h) έ. Ο ωραιότερος και ο πιο αληθινός που είδα ήταν εκείνος που περνούσε με κλαπαδόρες κάτω από τον Παρθενώνα, τ’ Αϊ-Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη. Συλλογίστηκα και τη Στέρνα και μου φάνηκε καλή και σωστή στον τόνο της. Λέω να τη δημοσιέψω το Σεπτέμβρη, μόνη. Τι λες; Μου μένει ακόμη ένας Επιτάφιος εδώ, κι έπειτα θα μπορέσω να αντικρίσω το Αιγαίο. Είναι όμως τόσο μακριά κάποτε ο άγιος Επιτάφιος…».
(«Μέρες Β’» του Γιώργου Σεφέρη, εκδ. Ικαρος 1975. Η καταγραφή στο ημερολόγιο του ποιητή αντιστοιχεί στις 30 Απριλίου 1932, περίοδο κατά την οποία εργάζεται στο Λονδίνο ως διευθύνων του Ελληνικού Γενικού Προξενείου).
Γιώργος Ιωάννου: Τα χαμαιτυπεία του λιβανιού
«Βγαίνοντας από την εκκλησιά ο Επιτάφιος, τράβηξε πρώτα πλάγια, χώθηκε μες στις γειτονιές με τα κλειστά ισόγεια, με τα χαμαιτυπεία του λιβανιού, και δεν τον είδαμε σχεδόν καθόλου, άλλωστε στην αρχή είναι μπουλούκι πάντοτε, ώσπου να συνταχθεί, να βρει τον ήχο του και το ρυθμό του, να πάρει ν’ αναδίνει μυρωμένο θάνατο, φτάνοντας στο κορύφωμα στο τελευταίο ιδίως στάσιμο, όπου όλοι έχουνε πιάσει πια το ρόλο τους, τον εκτελούνε στην εντέλεια, τόσο που θέλει χρόνο ολόκληρο για να εξατμισθεί αργότερα. Πάντως, ακούσαμε τις πρώτες νότες του ν’ απομακρύνονται και ήταν η μοναδική ίσως στιγμή που νιώσαμε ένα σφίξιμο, που μέναμε έτσι μακριά από το πλήθος και το συρφετό, ενώ εκεί ανήκαμε, μπορούσαμε να είμαστε κι εμείς κατόπι του, σηκώνοντας σκόνη τεφρή με τα ποδάρια μας, μα ώσπου να διαλογιστούμε αυτά, πιάσαμε θέσεις στο παράθυρο να δούμε τον λαμπρό του γυρισμό στο λαξευτό μνημείο του. Και όταν πήρε η κυκλοφορία να παραλύει, να προηγούνται τα μικρά παιδιά, ν’ ανάβουνε κεριά στα υψηλά πατώματα, ετοιμαστήκαμε κι εμείς να απολαύσουμε το μέγα θέαμα, στο σκότος μέσα της κρεβατοκάμαρας».
(Απόσπασμα από το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου «Επιτάφιος θρήνος», που περιέχεται στην ομότιτλη συλλογή, εκδ. Κέδρος, 1980, 1985).
Αγγελος Βλάχος: Πάσχα για την κυβέρνηση του Καΐρου
«Πέρασαν Μεγάλη Πέμπτη, Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο και ήρθε το Πάσχα, το τερπνόν, Πάσχα το τρισάγιον, Πάσχα, Κυρίου Πάσχα και το Λονδίνο μηδέ ακούγεται, μηδέ γρικιέται. Ποιο ήταν το τόσο σοβαρό θέμα, το εθνικό θέμα, που απασχολούσε τον Γεώργιο και τον κρατούσε στο Λονδίνο, ενώ η κατάσταση σφάδαζε στη Μέση Ανατολή; Εγάνωνα το μυαλό μου και δεν έβρισκα απάντηση. Μήπως ήταν πρόσχημα και ήθελε ο Γεώργιος ν’ αφήσει να εκτραχυνθεί η κατάσταση ακόμη περισσότερο ώστε να εξασφαλιστεί η αγγλική επέμβαση;.. Υπόθεση διατυπώνω, ακόμη και σήμερα, λέγοντας ότι εκείνο που τον κρατούσε στο Λονδίνο ήταν η ανάγκη να εξασφαλίσει την αγγλική παρουσία στην Ελλάδα, επειδή η προέλαση των Ρώσων προς την Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια ήταν ταχύτατη και ο Γεώργιος ανησυχούσε πολύ μήπως η Ελλάς «απελευθερωθεί» από τον Ερυθρό Στρατό που θα έβρισκε επί τόπου έτοιμη κυβέρνηση κομμουνιστική, το ΕΑΜ… Την Δευτέρα του Πάσχα, 10 Απριλίου έφθασε, επιτέλους, ο Γεώργιος στο Κάιρο και άρχισε αμέσως διαβουλεύσεις με τον Τσουδερό και με τους άλλους πολιτικούς. Ολοι του συνέστησαν – και ο Τσουδερός – ν’ αναθέσει την εντολή στον Σ. Βενιζέλο και το δέχθηκε».
(Απόσπασμα από το «Μια φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης» – α’ τόμος, του Αγγελου Σ. Βλάχου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Ο διπλωμάτης αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στη βραχύβια εξόριστη κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου, στις 14 Απριλίου 1944. Εχοντας χάσει την ευρύτερη λαϊκή αποδοχή που απολάμβανε μέχρι τότε, ο έλληνας πολιτικός θα αναγκαστεί να παραιτηθεί δώδεκα ημέρες αργότερα προκειμένου να σχηματισθεί η κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου).
Ελύτης και Εμπειρίκος στη Μυτιλήνη
«Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ώς τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ώς τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε».
(Από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», Εκδ. Γνώση).
Νίκος Καζαντζάκης: Μ. Σάββατο στην Ιερουσαλήμ
«Αξαφνα τα μαυροκέφαλα ολόδρωτα πλήθη τρικύμισαν – καινούργιοι προσκυνητές Αραβίτες χιμούνε στην αυλή με τα εξαφτέρουγα και τα φανάρια τους και τις μεγάλες, του μπογιού τους, λαμπάδες. Οι Αραβίτες σκληρίζουν ξεφρενιασμένοι. Ενας γέρος ανεβαίνει απάνω στους ώμους της αν-θρωπομάζας, πηδά από ώμο σε ώμο, αφρίζοντας, κρατάει δύο γδυμνά σπαθιά και σπαθίζει τον αγέρα. Χορεύει απάνω στους ώμους, σκληρίζει, τα μάτια του έγιναν όλο ασπράδι, τα κεριά που έχει τυλίξει τη μέση του λιώνουν μέσα στη βαριά ζέστη και στάζουν. Σε λίγο καταφτάνουν οι Αρμένηδες, τα λάβαρα σαλεύουν στον αγέρα, τα μικρά του ψαλτικού χορού, ντυμένα με κίτρινα πουκάμισα, υψώνουν μέσα στον μουντόν αγέρα τη δροσερή φωνή τους. Ερχουνται οι Κόφτες, οι Σύροι, οι Αβησσυνοί, οι τσομπάνηδες, οι Βεδουίνοι, οι Μαρωνίτες, πέντε έξι λιναρόξανθοι Ρούσοι, απ’ όλη την απέραντη Ρουσία, μερικοί Αμερικανοί, κρύοι και κωμικοί μέσα στο φλογερό τούτο ασιατικό καμίνι. Ερχουνται οι γυναίκες οι Βηθλεμίτισσες, με τ’ αψηλά χωνωτά κεφαλοδεσίματά τους και με τις ολάσπρες μπόλιες. Κύματα πολύχρωμα, επιθετικά, ένας ρυθμός γοργός, πολεμικός, σα να καταφτάνουν στρατέματα. Ξεχείλισε ο ναός, σκαρφάλωσαν οι πιστοί πάνω στις κολόνες, καβαλίκεψαν τα στασίδια, κρεμάστηκαν απάνω στο γυναικωνίτη…»
(Από το «Ταξιδεύοντας», εκδ.Σεράπειον 1927, πλέον εκδ.Διόπτρα)
Πηγή: Protagon.gr
Σχετική ανάρτηση:
Μεγάλη Παρασκευή όπως την κατέγραψαν Σεφέρης, Ελύτης, Καζαντζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου