Από δημοσίευμα στην Καθημερινή (απόσπασμα):
Oι τιμές των καυσίμων στην Ελλάδα δεν είναι απλά υψηλές. Είναι σταθερά υψηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. και μετά και πριν από τους φόρους...
Τα πλέον πρόσφατα δημοσιοποιημένα στοιχεία από τη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας της Ε.Ε. επανεπιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι η Ελλάδα είναι μία από τις ακριβότερες αγορές της Ευρώπης στις τιμές των καυσίμων. Επιπλέον, η πορεία της πιο πρόσφατης έρευνας της Επιτροπής Ανταγωνισμού καταδεικνύει τη δυστοκία των αρμοδίων αρχών να αντιμετωπιστούν ρυθμιστικά εμπόδια για τη βελτίωση του ανταγωνισμού και την εξομάλυνση των τιμών.
Σύμφωνα με τα δημοσιοποιημένα στοιχεία (13/5) της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε., η λιανική τιμή της αμόλυβδης (μετά από φόρους) στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 1,949 ευρώ/λίτρο και ήταν η τρίτη ακριβότερη στην Ευρώπη, μετά την Ολλανδία (2,046 ευρώ/λίτρο) και τη Δανία (2,045 ευρώ/λίτρο).
Η προ φόρων τιμή της αμόλυβδης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 0,856 ευρώ/λίτρο και ήταν η έβδομη ακριβότερη στην Ευρώπη. Η λιανική τιμή του πετρελαίου κίνησης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 1,657 ευρώ/λίτρο και ήταν η 9η ακριβότερη στην Ευρώπη, ενώ η προ φόρων τιμή διαμορφώθηκε στα 0,911 ευρώ/λίτρο και ήταν η τέταρτη ακριβότερη στην Ευρώπη.
Η λιανική τιμή των καυσίμων (τιμή αντλίας) διαμορφώνεται σε τρία στάδια, με πρώτο τη διεθνή τιμή των προϊόντων (βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης κ.λπ.) που αποτελεί τη βάση της τιμής πώλησης των διυλιστηρίων. Πάνω στη διυλιστηριακή τιμή οι εταιρείες εμπορίας θα προσθέσουν τα δικά τους λειτουργικά και διαχειριστικά κόστη και ένα περιθώριο κέρδους για να διαμορφώσουν την τιμή πώλησης στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, τα περίπου 5,5 χιλιάδες πρατήρια ανά τη χώρα. Η τιμή της αντλίας θα διαμορφωθεί σε αυτό το στάδιο και από τα λειτουργικά κόστη και το περιθώριο κέρδους των πρατηρίων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εταιρείες εμπορίας και πρατήρια λειτουργούν με πλαφόν στο περιθώριο κέρδους που επιβλήθηκε με νόμο από τον Σεπτέμβριο του 2021.
Oι τιμές των καυσίμων στην Ελλάδα δεν είναι απλά υψηλές. Είναι σταθερά υψηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. και μετά και πριν από τους φόρους...
Τα πλέον πρόσφατα δημοσιοποιημένα στοιχεία από τη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας της Ε.Ε. επανεπιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι η Ελλάδα είναι μία από τις ακριβότερες αγορές της Ευρώπης στις τιμές των καυσίμων. Επιπλέον, η πορεία της πιο πρόσφατης έρευνας της Επιτροπής Ανταγωνισμού καταδεικνύει τη δυστοκία των αρμοδίων αρχών να αντιμετωπιστούν ρυθμιστικά εμπόδια για τη βελτίωση του ανταγωνισμού και την εξομάλυνση των τιμών.
Σύμφωνα με τα δημοσιοποιημένα στοιχεία (13/5) της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε., η λιανική τιμή της αμόλυβδης (μετά από φόρους) στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 1,949 ευρώ/λίτρο και ήταν η τρίτη ακριβότερη στην Ευρώπη, μετά την Ολλανδία (2,046 ευρώ/λίτρο) και τη Δανία (2,045 ευρώ/λίτρο).
Η προ φόρων τιμή της αμόλυβδης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 0,856 ευρώ/λίτρο και ήταν η έβδομη ακριβότερη στην Ευρώπη. Η λιανική τιμή του πετρελαίου κίνησης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 1,657 ευρώ/λίτρο και ήταν η 9η ακριβότερη στην Ευρώπη, ενώ η προ φόρων τιμή διαμορφώθηκε στα 0,911 ευρώ/λίτρο και ήταν η τέταρτη ακριβότερη στην Ευρώπη.
Η λιανική τιμή των καυσίμων (τιμή αντλίας) διαμορφώνεται σε τρία στάδια, με πρώτο τη διεθνή τιμή των προϊόντων (βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης κ.λπ.) που αποτελεί τη βάση της τιμής πώλησης των διυλιστηρίων. Πάνω στη διυλιστηριακή τιμή οι εταιρείες εμπορίας θα προσθέσουν τα δικά τους λειτουργικά και διαχειριστικά κόστη και ένα περιθώριο κέρδους για να διαμορφώσουν την τιμή πώλησης στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, τα περίπου 5,5 χιλιάδες πρατήρια ανά τη χώρα. Η τιμή της αντλίας θα διαμορφωθεί σε αυτό το στάδιο και από τα λειτουργικά κόστη και το περιθώριο κέρδους των πρατηρίων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εταιρείες εμπορίας και πρατήρια λειτουργούν με πλαφόν στο περιθώριο κέρδους που επιβλήθηκε με νόμο από τον Σεπτέμβριο του 2021.
Μια ξεχωριστή θέση σε αυτή τη διαδρομή της διαμόρφωσης του κόστους έχουν οι φόροι και οι δασμοί, οι οποίοι στην Ελλάδα κινούνται σταθερά πάνω από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών. Η Ελλάδα έχει την τέταρτη υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στην αμόλυβδη βενζίνη μεταξύ των μελών της Ε.Ε. (μετά την Ολλανδία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία), ξεπερνώντας κατά 20% τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Από την ανάλυση των στοιχείων για τη μέση τιμή της τελικής τιμής της βενζίνης το διάστημα από 15/1/2021 έως και 15/7/2023 προκύπτει ότι ο ΕΦΚ και ο ΦΠΑ αποτελούν το 50%-60% της τελικής τιμής του προϊόντος, ανάλογα με τη διεθνή τιμή. Η τιμή του διυλιστηρίου αποτελεί μεταξύ 30% και 47% της τελικής τιμής καταναλωτή, ενώ το περιθώριο κέρδους εταιρειών και πρατηρίων αποτελεί το 3%-9%. Το εύκολο συμπέρασμα από την ανάλυση αυτή είναι ότι η υπερ-φορολόγηση που αποτελεί επιλογή της πολιτείας και η διεθνής τιμή είναι οι βασικοί ένοχοι για τις υψηλές τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής.
Ωστόσο, στην Ελλάδα και οι τιμές προ φόρων βενζίνης και πετρελαίου κίνησης αποκλίνουν προς τα πάνω από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, κάτι που δεν δικαιολογείται ούτε από τη διακύμανση των διεθνών τιμών ούτε από την υψηλή φορολογία. Το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού εδώ και μια 20ετία περίπου...
Στα τέλη Νοεμβρίου του 2022 η Επιτροπή Ανταγωνισμού ξεκίνησε διαδικασία κανονιστικής παρέμβασης που στηρίχθηκε στα πορίσματα χαρτογράφησης της αγοράς πετρελαιοειδών που είχε αρχίσει τον Μάρτιο του 2022. Με άλλα λόγια, ξεκίνησε να αξιολογήσει εάν επικρατούν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού στα τρία στάδια παραγωγής και διανομής καυσίμων στην ελληνική αγορά. Κι αυτό γιατί υπήρξαν ενδείξεις ασύμμετρης προσαρμογής των τιμών, κάτι που το περιέγραψε ως φαινόμενο της «ρουκέτας και του φτερού» (Rockets & Feathers). Δηλαδή οι τιμές λιανικής αυξάνονται αμέσως όταν αυξάνεται η διεθνής τιμή, αλλά μειώνονται με αργό ρυθμό όταν υποχωρεί η διεθνής τιμή.
Ως προς τις συνθήκες ανταγωνισμού στην αρχική της χαρτογράφηση η Επιτροπή κατέγραψε ενδείξεις όπως υψηλό βαθμό συγκέντρωσης στην αγορά διύλισης και ασθενή ανταγωνισμό μεταξύ των δύο εταιρειών διύλισης, με τις τιμές στα βασικά προϊόντα (αμόλυβδη, ντίζελ κίνησης) ουσιαστικά να ταυτίζονται. Επίσης, μέτριο προς χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης στην αγορά χονδρικής και, τέλος, πιθανή συγκέντρωση σε τοπικό επίπεδο στα πρατήρια. (...)
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου